ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Βρυξέλλες, 5.6.2023
COM(2023) 302 final
ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
σχετικά με την επανεξέταση των παρεμβάσεων έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση των υψηλών τιμών ενέργειας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2022/1854 του Συμβουλίου
ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
σχετικά με την επανεξέταση των παρεμβάσεων έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση των υψηλών τιμών ενέργειας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2022/1854 του Συμβουλίου
Περιεχόμενα
I.
Εισαγωγή
II.
Απαίτηση του άρθρου 20 του κανονισμού του Συμβουλίου
III.
Τρέχουσες συνθήκες της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας
IV.
Μείωση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας
V.
Υποοριακό ανώτατο όριο εσόδων
VI.
Στήριξη των τελικών καταναλωτών
VII.
Προκαταρκτικά συμπεράσματα
I.Εισαγωγή
Η παρούσα έκθεση επανεξετάζει τις διατάξεις του κεφαλαίου ΙΙ του κανονισμού 2022/1854 σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού (στο εξής: κανονισμός του Συμβουλίου). Βασίζεται στις πληροφορίες που παρασχέθηκαν από 25 κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού του Συμβουλίου. Η έκθεση βασίζεται επίσης στις απαντήσεις σε ορισμένα από τα ερωτήματα που έθεσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (στο εξής: Επιτροπή) στη δημόσια διαβούλευση για την πρότασή της σχετικά με τη μεταρρύθμιση του σχεδιασμού της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
Ο κανονισμός του Συμβουλίου ήταν ένα από τα μέτρα με τα οποία η Ένωση αντιμετώπισε μια ενεργειακή κρίση που εξελίχθηκε κατά τα τελευταία δύο έτη, στη διάρκεια των οποίων οι τιμές της ενέργειας ήταν σημαντικά υψηλότερες από ό,τι τις τελευταίες δεκαετίες. Οι τιμές άρχισαν να αυξάνονται με γοργούς ρυθμούς το καλοκαίρι του 2021, όταν η παγκόσμια οικονομία ανέκαμψε μετά την χαλάρωση των περιορισμών που είχαν επιβληθεί λόγω της πανδημίας COVID-19. Στη συνέχεια, η χρήση των πηγών ενέργειας ως όπλου από τη Ρωσία στις αγορές άμεσης παράδοσης και η εισβολή στην Ουκρανία οδήγησαν σε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα παράδοσης αερίου και σε αυξημένες διαταραχές του εφοδιασμού με αέριο, αυξάνοντας περαιτέρω τις τιμές του αερίου. Οι υψηλές τιμές αερίου επηρεάζουν σημαντικά την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς οι μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που λειτουργούν με αέριο είναι συχνά απαραίτητες για την κάλυψη της ζήτησης για ηλεκτρική ενέργεια.
Η Επιτροπή έχει δεσμευτεί πλήρως από την έναρξη της ενεργειακής κρίσης για τον μετριασμό των επιπτώσεων των υψηλών τιμών ενέργειας στους Ευρωπαίους πολίτες και τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και ανέπτυξε γρήγορα, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, σειρά αποκρίσεων σε επίπεδο πολιτικής.
Τον Οκτώβριο του 2021 η ΕΕ παρείχε μια εργαλειοθήκη για τις τιμές της ενέργειας, με μέτρα για την αντιμετώπιση των υψηλών τιμών και των επιπτώσεών τους στους καταναλωτές (συμπεριλαμβανομένων μέτρων εισοδηματικής στήριξης, φοροελαφρύνσεων, εξοικονόμησης και αποθήκευσης αερίου). Τα εν λόγω μέτρα ελήφθησαν στο πλαίσιο της χρήσης του εφοδιασμού με αέριο ως όπλου και της χειραγώγησης των αγορών ενέργειας από τη Ρωσία μέσω σκόπιμων διαταραχών των ροών αερίου, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα αυξανόμενες ανησυχίες για πιθανές ελλείψεις που οδήγησαν σε άνευ προηγουμένου αύξηση των τιμών της ενέργειας.
Μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, η ΕΕ αντέδρασε τον Μάρτιο εκδίδοντας ανακοίνωση στην οποία περιγράφονταν συνοπτικά οι αρχές του σχεδίου REPowerEU, το οποίο αναπτύχθηκε στη συνέχεια λεπτομερώς στις 18 Μαΐου 2022 — ένα σχέδιο με σκοπό την απεξάρτηση της ΕΕ από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα έως το 2027 το αργότερο μέσω τριών πυλώνων: διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας με σκοπό την απεξάρτηση από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα, εξοικονόμηση ενέργειας και επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης. Όσον αφορά αυτόν τον τελευταίο πυλώνα, η Επιτροπή πρότεινε να αυξηθεί ο πρωταρχικός στόχος για το 2030 σε σχέση με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας από 40 % σε 45 % και ο στόχος της ενεργειακής απόδοσης από 9 % σε 13 % στο πλαίσιο της δέσμης μέτρων προσαρμογής στον στόχο του 55 %. Η ταχύτερη ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η αύξηση της ενεργειακής απόδοσης και ο περαιτέρω εξηλεκτρισμός της ζήτησης είναι απαραίτητα για την προστασία των Ευρωπαίων πολιτών από κρίσεις που σχετίζονται με τα ορυκτά καύσιμα, καθώς θα μειώσουν άμεσα και διαρθρωτικά τη ζήτηση ορυκτών καυσίμων και θα συμβάλουν στους στόχους απανθρακοποίησης στους τομείς της ηλεκτρικής ενέργειας, της θέρμανσης και της ψύξης, της βιομηχανίας και των μεταφορών. Λόγω του χαμηλού λειτουργικού κόστους τους, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αναμένεται να επηρεάσουν θετικά τις τιμές της ενέργειας σε ολόκληρη την ΕΕ. Επιπλέον, η ταχύτερη ανάπτυξη της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές σε συνδυασμό με τη μεγαλύτερη ενεργειακή απόδοση θα συμβάλει στην ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού με τη σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων από τα οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η ΕΕ. Παράλληλα με το σχέδιο REPowerEU, στην ανακοίνωση σχετικά με τις βραχυπρόθεσμες παρεμβάσεις στην αγορά ενέργειας και τις μακροπρόθεσμες βελτιώσεις στον σχεδιασμό της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, εκτός από τον καθορισμό πρόσθετων βραχυπρόθεσμων μέτρων για την αντιμετώπιση των υψηλών τιμών ενέργειας, προσδιορίστηκαν πιθανοί τομείς για τη βελτίωση του σχεδιασμού της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και ανακοινώθηκε η πρόθεση να αξιολογηθούν οι τομείς αυτοί με σκοπό την αλλαγή του σχετικού νομοθετικού πλαισίου.
Στις 6 Οκτωβρίου 2022 το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό του Συμβουλίου με τον οποίο θεσπίστηκαν έκτακτα, στοχευμένα και χρονικά περιορισμένα κοινά μέτρα για τη μείωση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας και την είσπραξη και αναδιανομή των εξαιρετικά υψηλών εσόδων του ενεργειακού τομέα στους τελικούς καταναλωτές. Ειδικότερα, τα μέτρα παρέμβασης στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας μπορούν να συνοψιστούν ως εξής (κεφάλαιο ΙΙ του κανονισμού του Συμβουλίου):
·Μείωση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας: Ο κανονισμός του Συμβουλίου θέτει δύο στόχους, έναν ενδεικτικό (μείωση της συνολικής ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας κατά 10 %) και έναν υποχρεωτικό (μείωση της ζήτησης, κατά τις ώρες υψηλής ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, κατά τουλάχιστον 5 %). Τα κράτη μέλη ήταν ελεύθερα να επιλέξουν τα κατάλληλα μέτρα, τηρώντας ορισμένες προϋποθέσεις που ορίζονται στον κανονισμό του Συμβουλίου. Ο υποχρεωτικός στόχος εφαρμόστηκε από την 1η Δεκεμβρίου 2022 έως τις 31 Μαρτίου 2023.
·Θέσπιση προσωρινού ανώτατου ορίου εσόδων για τους «υποοριακούς» παραγωγούς ενέργειας (π.χ. ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, πυρηνική ενέργεια και λιγνίτης): Ο κανονισμός του Συμβουλίου προβλέπει τη θέσπιση προσωρινού ανώτατου ορίου εσόδων ύψους 180 EUR/MWh για τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιούν τεχνολογίες με χαμηλότερο οριακό κόστος (ανώτατο όριο εσόδων). Ωστόσο, παρέχει επίσης ευελιξία στα κράτη μέλη όσον αφορά τη λήψη απόφασης σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής του εν λόγω μέτρου σε εθνικό επίπεδο. Τα έσοδα που υπερβαίνουν το ανώτατο όριο εσόδων θα χρησιμοποιηθούν για τον μετριασμό των επιπτώσεων των υψηλών τιμών ηλεκτρικής ενέργειας στους καταναλωτές ενέργειας. Το μέτρο εφαρμόζεται από την 1η Δεκεμβρίου 2022 έως τις 30 Ιουνίου 2023.
·Στήριξη των τελικών πελατών: Ο κανονισμός του Συμβουλίου επεκτείνει την εργαλειοθήκη που διαθέτουν τα κράτη μέλη για την προστασία των καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας, επιτρέποντας υπό ορισμένες προϋποθέσεις ρυθμιζόμενες τιμές κάτω του κόστους για τα νοικοκυριά και τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ). Το μέτρο αυτό εφαρμόζεται από την 8η Οκτωβρίου 2022 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2023.
Ο κανονισμός του Συμβουλίου θέσπισε επίσης συνεισφορά αλληλεγγύης για τις εταιρείες και τις μόνιμες εγκαταστάσεις της ΕΕ με δραστηριότητες στους τομείς του αργού πετρελαίου, του φυσικού αερίου, του γαιάνθρακα και των διυλιστηρίων (κεφάλαιο III).
Ενώ ο κανονισμός του Συμβουλίου αποσκοπούσε στην αντιμετώπιση των εξαιρετικών περιστάσεων της ενεργειακής κρίσης, στις 14 Μαρτίου 2023 η Επιτροπή υπερέβη την αμιγώς επείγουσα αντιμετώπιση και πρότεινε μεταρρύθμιση του σχεδιασμού της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ, ώστε να επιταχυνθεί η ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και η σταδιακή κατάργηση του αερίου, να καταστούν οι λογαριασμοί των καταναλωτών λιγότερο εξαρτημένοι από τις ασταθείς τιμές των ορυκτών καυσίμων, να προστατευθούν καλύτερα οι καταναλωτές από μελλοντικές αυξήσεις των τιμών και πιθανή χειραγώγηση της αγοράς, και να καταστεί η βιομηχανία της ΕΕ καθαρή και πιο ανταγωνιστική (στο εξής: πρόταση για τον σχεδιασμό της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας). Η εν λόγω πρόταση θεσπίζει μέτρα που έχουν ως στόχο να καταστήσουν δυνατή την ανάπτυξη μακροπρόθεσμων συμβάσεων με παραγωγή ενέργειας από μη ορυκτές πηγές ενέργειας και να εισαγάγουν πιο καθαρές ευέλικτες λύσεις στο σύστημα, όπως η απόκριση ζήτησης και η αποθήκευση, με σκοπό την εξάλειψη του αερίου από το μείγμα ηλεκτρικής ενέργειας. Πιο συγκεκριμένα, για να βελτιωθεί η ευελιξία του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας, η πρόταση απαιτεί από τα κράτη να αξιολογήσουν τις ανάγκες τους και να θέσουν στόχους για την αύξηση των μορφών ευελιξίας χωρίς ορυκτά καύσιμα και παρέχει τη δυνατότητα θέσπισης νέων καθεστώτων στήριξης για ευελιξία χωρίς ορυκτά καύσιμα, όπως η απόκριση ζήτησης και η αποθήκευση.
Η πρόταση για τον σχεδιασμό της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας περιλαμβάνει επίσης μέτρα που ενισχύουν την προστασία των ευάλωτων καταναλωτών. Μεταξύ άλλων, η πρόταση επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν ρυθμιζόμενες τιμές λιανικής κάτω του κόστους για τα νοικοκυριά και τις ΜΜΕ σε περίπτωση μελλοντικής κρίσης των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας.
Στο πλαίσιο της προετοιμασίας της πρότασης, η Επιτροπή διεξήγαγε δημόσια διαβούλευση από τις 23 Ιανουαρίου 2023 έως τις 13 Φεβρουαρίου 2023 (στο εξής: δημόσια διαβούλευση). Η δημόσια διαβούλευση περιλάμβανε ερωτήσεις σχετικά με τα μέτρα που θεσπίστηκαν με τον κανονισμό του Συμβουλίου.
II.Απαίτηση του άρθρου 20 του κανονισμού του Συμβουλίου
Το άρθρο 19 του κανονισμού του Συμβουλίου θέσπισε υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων για τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις οποίες, έως τις 31 Ιανουαρίου 2023, τα κράτη μέλη θα έπρεπε να έχουν υποβάλει στην Επιτροπή πληροφορίες σχετικά με i) τα εφαρμοζόμενα μέτρα μείωσης της ζήτησης· ii) τα πλεονάζοντα έσοδα που προκύπτουν μετά τη θέσπιση του προσωρινού ανώτατου ορίου εσόδων για τους «υποοριακούς» παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και την κατανομή των εν λόγω εσόδων για τον μετριασμό των επιπτώσεων των υψηλών τιμών ηλεκτρικής ενέργειας· και iii) τυχόν παρεμβάσεις καθορισμού των τιμών λιανικής. Δεν έχουν υποβάλει όλα τα κράτη μέλη τις εκθέσεις τους όπως απαιτείται. Λιγότερα από τα μισά κράτη μέλη υπέβαλαν τις εκθέσεις τους εντός της προθεσμίας, άλλα υπέβαλαν παρατηρήσεις τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2023 και δύο δεν έχουν ακόμη υποβάλει τις εκθέσεις τους στην Επιτροπή. Η παρούσα έκθεση βασίζεται στις πληροφορίες που υπέβαλαν τα κράτη μέλη κατά τον χρόνο σύνταξης της παρούσας έκθεσης. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή δεν προέβη σε καμία αξιολόγηση όσον αφορά την ακρίβεια των πληροφοριών που υποβλήθηκαν.
Σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 1 του κανονισμού του Συμβουλίου, η Επιτροπή θα προβεί σε επανεξέταση του κεφαλαίου ΙΙ ενόψει της γενικής κατάστασης του εφοδιασμού με ηλεκτρική ενέργεια και των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ και θα υποβάλει έκθεση σχετικά με τα κύρια πορίσματα της εν λόγω επανεξέτασης στο Συμβούλιο.
Το άρθρο 20 παράγραφος 1 του κανονισμού του Συμβουλίου προβλέπει επίσης ότι, με βάση την εν λόγω έκθεση, η Επιτροπή μπορεί να εισηγηθεί, εάν τούτο δικαιολογείται από τις οικονομικές συνθήκες ή τη λειτουργία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ και στα επιμέρους κράτη μέλη, την παράταση της περιόδου εφαρμογής του κανονισμού του Συμβουλίου, την τροποποίηση του ανώτατου ορίου εσόδων για τους «υποοριακούς» παραγωγούς ενέργειας και των πηγών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στις οποίες εφαρμόζεται επί του παρόντος, ή την τροποποίηση του κεφαλαίου II με άλλον τρόπο.
Στο πλαίσιο της επανεξέτασης των μέτρων του κανονισμού του Συμβουλίου στο κεφάλαιο ΙΙ και σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 1, η Επιτροπή υποβάλλει την παρούσα έκθεση στο Συμβούλιο (στο εξής: Έκθεση). Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι η Έκθεση δεν καλύπτει επανεξέταση των διατάξεων για τις συνεισφορές αλληλεγγύης που περιέχονται στο κεφάλαιο III του κανονισμού του Συμβουλίου, η εν λόγω επανεξέταση θα καλυφθεί σε χωριστή έκθεση που θα υποβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού.
Η Έκθεση βασίζεται στην επανεξέταση που πραγματοποίησε η Επιτροπή κατά τον χρόνο σύνταξής του παρόντος εγγράφου με βάση τις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, την αναμενόμενη εξέλιξή τους κατά τον χρόνο σύνταξης του παρόντος εγγράφου και άλλες διαθέσιμες πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των απαντήσεων των 25 κρατών μελών που εκπλήρωσαν τις υποχρεώσεις τους υποβολής εκθέσεων σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού του Συμβουλίου (στο εξής: κράτη μέλη που υπέβαλαν στοιχεία). Ως εκ τούτου, η Έκθεση δεν προδικάζει τυχόν απρόβλεπτες αλλαγές στη γενική κατάσταση του εφοδιασμού με ηλεκτρική ενέργεια και των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ ούτε πιθανά μελλοντικά συμπεράσματα βάσει συμπληρωματικών πληροφοριών από τα κράτη μέλη.
III.Τρέχουσες συνθήκες της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας
Τα μέτρα του κανονισμού του Συμβουλίου θεσπίστηκαν σε μια περίοδο κατά την οποία οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας είχαν φθάσει σε πρωτοφανή υψηλά επίπεδα. Για παράδειγμα, τον Αύγουστο του 2022, οι τιμές χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας στις κύριες αγορές ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ υπερέβαιναν τα 350 EUR/MWh, ενώ τον Δεκέμβριο του 2022 η τιμή αναφοράς υπερέβαινε τα 220 EUR/MWh. Οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας κατά την περίοδο αναφοράς στοιχείων ήταν περίπου τετραπλάσιες από τη μέση τιμή της περιόδου 2010-2020 (40-60 EUR/MWh). Αυτές οι υπερβολικές τιμές οφείλονταν κυρίως στο γεγονός ότι οι τιμές του αερίου έφθασαν σε νέα υψηλά επίπεδα το καλοκαίρι του 2022 και συνέχισαν να βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα κατά το μεγαλύτερο μέρος του φθινοπώρου, και ότι κατά την περίοδο αυτή οι εγκαταστάσεις ηλεκτροπαραγωγής που λειτουργούν με αέριο και άνθρακα ήταν συχνά οι μονάδες με το υψηλότερο οριακό κόστος που απαιτούνταν για την κάλυψη της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας. Οι τιμές χονδρικής άμεσης παράδοσης αερίου κατά τη διάρκεια της κρίσης αυξήθηκαν κατά περίπου έξι φορές σε σχέση με τη μέση τιμή της περιόδου 2010-2020 (περίπου 20 EUR/MWh). Στο πλαίσιο αυτό, το Συμβούλιο ενέκρινε τον Οκτώβριο του 2022 την πρόταση της Επιτροπής για παρέμβαση έκτακτης ανάγκης στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία οδήγησε τελικά στην έκδοση του κανονισμού του Συμβουλίου. Η Επιτροπή και το Συμβούλιο ανέμεναν τότε ότι οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας θα συνέχιζαν να κυμαίνονται σε υψηλά επίπεδα, όπως αυτά που παρατηρήθηκαν το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 2022.
Ωστόσο, από τον Δεκέμβριο του 2022, όταν τέθηκαν σε εφαρμογή τα μέτρα του κανονισμού του Συμβουλίου, οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας μειώθηκαν δραστικά, με τις τρέχουσες μέσες τιμές να βρίσκονται σε επίπεδα κάτω των 80 EUR/MWh (ο μέσος όρος αναφοράς της ΕΕ ανερχόταν σε 80 EUR/MWh στα τέλη Μαΐου 2023).
Αυτό οφείλεται κυρίως στη μείωση των τιμών χονδρικής του αερίου, οι οποίες συνδέονταν με διάφορους παράγοντες, όπως οι ήπιες καιρικές συνθήκες και η ευρεία δέσμη μέτρων που θέσπισαν τα κράτη μέλη και η Επιτροπή για την καταπολέμηση της ενεργειακής κρίσης, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων μείωσης της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας που προβλέπονται στον κανονισμό του Συμβουλίου, του δείκτη αναφοράς ΥΦΑ και των μέτρων μείωσης της ζήτησης αερίου, τα οποία από κοινού βελτίωσαν το υποκείμενο ισοζύγιο προσφοράς-ζήτησης.
Η πρόσφατη πτώση και σταθεροποίηση των τιμών αερίου και, κατά συνέπεια, οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας κατά τους πρώτους μήνες του 2023 οδήγησαν σε προσδοκίες της αγοράς ότι οι απότομες αυξήσεις των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας που παρατηρήθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του 2022 είναι λιγότερο πιθανό να επαναληφθούν τον προσεχή χειμώνα. Οι προσδοκίες αυτές της αγοράς υποστηρίζονται από διάφορους παράγοντες, όπως τα υψηλότερα επίπεδα αποθήκευσης αερίου, οι προσπάθειες των κρατών μελών για μείωση της ζήτησης και τα επακόλουθα αποτελέσματα, καθώς και οι πρόσθετες υποδομές αγωγών και υγροποιημένου φυσικού αερίου που έχουν κατασκευαστεί για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης. Άλλοι εγγενείς παράγοντες του εφοδιασμού της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, όπως η αναμενόμενη βελτίωση της διαθεσιμότητας πυρηνικής ενέργειας και η συνολικά υψηλότερη διαθεσιμότητα υδροηλεκτρικής ενέργειας σε σύγκριση με το 2022, καταδεικνύουν επίσης λιγότερο δαπανηρές συνθήκες εφοδιασμού με ηλεκτρική ενέργεια τον επόμενο χειμώνα, οι οποίες αναμένεται να ασκήσουν μικρότερη ανοδική πίεση στις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας σε σύγκριση με εκείνες του 2022.
IV.Μείωση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας
Μέτρα μείωσης της ζήτησης
Όλα τα κράτη μέλη που υπέβαλαν στοιχεία έχουν εφαρμόσει εκστρατείες ευαισθητοποίησης σχετικά με την εξοικονόμηση και την κατανάλωση ενέργειας, καθώς και γενικά μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας, όπως δράσεις για τη θέρμανση των δημόσιων κτιρίων και τον δημόσιο φωτισμό. Η Επιτροπή εκφράζει την ικανοποίησή της για τις εκστρατείες αυτές, καθώς ευαισθητοποιούν τους καταναλωτές σχετικά με το πότε οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας είναι υψηλές, ώστε να μπορούν να καθιστούν πιο ευέλικτη την ενεργειακή τους κατανάλωση. Προκειμένου να ενθαρρυνθεί η απόκριση ζήτησης, πέντε κράτη μέλη, συγκεκριμένα η Αυστρία, η Ελλάδα, η Κροατία, η Πολωνία και η Τσεχία ανέφεραν ότι έχουν θεσπίσει επιδοτήσεις των τιμών λιανικής της ενέργειας, οι οποίες εφαρμόζονται μόνο σε συγκεκριμένα επίπεδα κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας.
19 κράτη μέλη, και συγκεκριμένα η Αυστρία, η Βουλγαρία, , η Γαλλία, η Ελλάδα, η Εσθονία, η Ιρλανδία, η Ισπανία, η Ιταλία, οι Κάτω Χώρες, η Κροατία, η Λετονία, η Λιθουανία, το Λουξεμβούργο, η Πολωνία, η Πορτογαλία, η Σλοβενία, η Σουηδία, η Τσεχία και η Φινλανδία έχουν θεσπίσει ειδικά μέτρα με στόχο την επίτευξη μείωσης της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας στις ώρες αιχμής, όπως δημοσίευση ωρών αιχμής, εκστρατείες επικοινωνίας και ατομικά μηνύματα προς τους καταναλωτές, που ενθαρρύνουν την εθελοντική μείωση της ηλεκτρικής ενέργειας. Ειδικότερα, η Ισπανία, η Ιταλία και η Σλοβενία εφάρμοσαν ανταγωνιστικά καθεστώτα υποβολής προσφορών για τη μείωση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας στις ώρες αιχμής κατά τη διάρκεια του χειμώνα 2022-2023,ενώ η Αυστρία και η Σουηδία κοινοποίησαν σχετικό καθεστώς στην Επιτροπή προς έγκριση στο πλαίσιο των κρατικών ενισχύσεων. Τέλος, η Πορτογαλία ανέφερε ότι εξετάζει το ενδεχόμενο εφαρμογής ενός καθεστώτος υποβολής ανταγωνιστικών προσφορών για τη μείωση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας στις ώρες αιχμής.
Τρία κράτη μέλη έχουν επιβάλει μέτρα μείωσης της ζήτησης σε συγκεκριμένες κατηγορίες καταναλωτών. Για παράδειγμα, η Λετονία έχει επιβάλει όρια στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας των μεγάλων βιομηχανικών καταναλωτών.
Μείωση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας
Με βάση τις πληροφορίες από τα κράτη μέλη που υπέβαλαν στοιχεία για τον Δεκέμβριο του 2022, η συνολική μείωση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας κυμάνθηκε μεταξύ 0,5 % και 15 % σε σύγκριση με την περίοδο αναφοράς.
Όσον αφορά τις ποσότητες κατά τις οποίες μειώθηκε η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας στις ώρες αιχμής:
·Δέκα κράτη μέλη, συγκεκριμένα η Αυστρία, η Βουλγαρία, η Εσθονία, η Ιρλανδία, η Ιταλία, οι Κάτω Χώρες, η Κροατία, το Λουξεμβούργο, η Πολωνία και η Πορτογαλία ανέφεραν μειωμένες ποσότητες που κυμαίνονται μεταξύ 4 % και 7 %.
·Οκτώ κράτη μέλη, συγκεκριμένα το Βέλγιο, η Γερμανία, η Δανία, , η Λετονία, η Σλοβενία, η Σουηδία, η Τσεχία και η Φινλανδία ανέφεραν μειωμένες ποσότητες που κυμαίνονται μεταξύ 7 % και 10 %.
·Πέντε κράτη μέλη, συγκεκριμένα η Γαλλία, η Ελλάδα, η Ισπανία, η Λιθουανία και η Σλοβακία ανέφεραν μειωμένες ποσότητες άνω του 10 %.
Αξιολόγηση της παράτασης του μέτρου
Τα κράτη μέλη που υπέβαλαν στοιχεία αναφέρουν ότι συνολικά πέτυχαν τον δεσμευτικό στόχο της μείωσης της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας κατά 5 % στις ώρες αιχμής. Ωστόσο, ορισμένα κράτη μέλη ανέφεραν ότι η συμμόρφωση με την ενδεικτική απαίτηση για μείωση κατά 10 % της συνολικής μηνιαίας κατανάλωσης (σε σύγκριση με τα τελευταία 5 έτη) ήταν δύσκολη λόγω της εξάρτησης από τις καιρικές συνθήκες και των οικονομικών συνθηκών λόγω της ενεργειακής κρίσης.
Η δημόσια διαβούλευση περιλάμβανε ερωτήσεις σχετικά με πιθανή παράταση των μέτρων απόκρισης ζήτησης. Απαντώντας στις ερωτήσεις αυτές, τα περισσότερα ενδιαφερόμενα μέρη ανέφεραν ότι δεν υπάρχει ανάγκη θέσπισης στον κανονισμό (ΕΕ) 2019/943 σχετικά με την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (στο εξής: κανονισμός για την ηλεκτρική ενέργεια) ειδικών απαιτήσεων για την απόκριση ζήτησης, οι οποίες θα ισχύουν σε περίπτωση κρίσης. Αντιθέτως, ήταν της γνώμης ότι η απόκριση ζήτησης αντιμετωπίζεται ήδη επαρκώς στη νομοθεσία για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, όπως προβλέπεται στις διατάξεις της οδηγίας (ΕΕ) 2019/944 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (στο εξής: οδηγία για την ηλεκτρική ενέργεια) και ενισχύεται περαιτέρω στην πρόταση για τον σχεδιασμό της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
Είναι σημαντικό ότι η πρόταση για τον σχεδιασμό της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας ενσωματώνει περαιτέρω μέτρα μείωσης της ζήτησης ως δομικά στοιχεία στον σχεδιασμό της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική ενσωμάτωση της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από μεταβλητές ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (λαμβανομένων υπόψη των διαζωνικών ανταλλαγών) και να μειωθεί η ανάγκη ηλεκτροπαραγωγής από ορυκτά καύσιμα σε περιόδους κατά τις οποίες υπάρχει υψηλή ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας σε συνδυασμό με χαμηλά επίπεδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από μεταβλητές ανανεώσιμες πηγές, η πρόταση για τον σχεδιασμό της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας παρέχει στους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς τη δυνατότητα να σχεδιάζουν ένα προϊόν εξομάλυνσης των αιχμών, το οποίο θα επιτρέπει στην απόκριση ζήτησης να συμβάλλει περαιτέρω στη μείωση των αιχμών της κατανάλωσης στο σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας σε συγκεκριμένες ώρες της ημέρας (νέο άρθρο 7α του κανονισμού για την ηλεκτρική ενέργεια). Το προϊόν εξομάλυνσης των αιχμών αναμένεται να συμβάλει στη μεγιστοποίηση της ενσωμάτωσης στο σύστημα της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές, μετατοπίζοντας την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας σε στιγμές της ημέρας με υψηλότερη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, υπό την προϋπόθεση ότι το προβλεπόμενο κόστος δεν υπερβαίνει το αναμενόμενο όφελος από τα προϊόντα. Δεδομένου ότι το προϊόν εξομάλυνσης των αιχμών αποσκοπεί στη μείωση και τη μετατόπιση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, η πρόταση περιορίζει το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω προϊόντος στην απόκριση από την πλευρά της ζήτησης.
Επιπλέον, η πρόταση για τον σχεδιασμό της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας καλεί τα κράτη μέλη να αξιολογήσουν τις ανάγκες τους όσον αφορά την ευελιξία του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας, συμπεριλαμβανομένης της απόκρισης ζήτησης, και να καθορίσουν στόχους για την κάλυψη αυτών των αναγκών. Η πρόταση ενσωματώνει επίσης τη δυνατότητα των κρατών μελών να σχεδιάζουν ή να επανασχεδιάζουν μηχανισμούς ισχύος για την προώθηση της ευελιξίας χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και να θεσπίζουν νέα συστήματα στήριξης της ευελιξίας χωρίς ορυκτά καύσιμα στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας. Επιπλέον, σε αντίθεση με το σκεπτικό στο οποίο βασίζονται τα μέτρα μείωσης της ζήτησης στον κανονισμό του Συμβουλίου, τα οποία αποσκοπούσαν στην καθολική επίτευξη των στόχων μείωσης της ζήτησης σε όλα τα κράτη μέλη λόγω της κατάστασης κρίσης, η πρόταση για τον σχεδιασμό της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας αντιμετωπίζει την απόκριση ζήτησης με πιο διαρθρωτικό τρόπο. Παρέχει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να σχεδιάσουν τους αντίστοιχους μηχανισμούς ευελιξίας χωρίς ορυκτά καύσιμα και τους στόχους τους για την απόκριση της ζήτησης και την αποθήκευση ανάλογα με τις ειδικές ανάγκες των αντίστοιχων συστημάτων ηλεκτρικής ενέργειας. Για τον λόγο αυτόν, η πρόταση δεν θέτει ειδικούς στόχους.
Η Επιτροπή σημειώνει επίσης ότι επί του παρόντος βρίσκεται στο στάδιο της εκπόνησης ένας νέος κώδικας δικτύου για την απόκριση της ζήτησης. Μόλις οριστικοποιηθεί, ο εν λόγω κώδικας δικτύου αναμένεται να περιλαμβάνει δεσμευτικούς κανόνες για τη συγκέντρωση, την αποθήκευση ενέργειας και τη μείωση της ζήτησης, οι οποίοι θα διευκολύνουν περαιτέρω τη συμμετοχή της απόκρισης της ζήτησης σε όλες τις υφιστάμενες αγορές.
Λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της επί του παρόντος η Επιτροπή, συμπεριλαμβανομένων των σημερινών προσδοκιών της αγοράς όπως παρουσιάζονται ανωτέρω, η Επιτροπή δεν θεωρεί ότι υπάρχει επί του παρόντος ανάγκη παράτασης των μέτρων μείωσης της ζήτησης που ορίζονται στον κανονισμό του Συμβουλίου.
V.Υποοριακό ανώτατο όριο εσόδων
Εφαρμογή του ανώτατου ορίου εσόδων
Με βάση τις πληροφορίες που υπέβαλαν τα κράτη μέλη που υπέβαλαν στοιχεία, η εφαρμογή του υποοριακού ανώτατου ορίου εσόδων υπήρξε ιδιαίτερα ανομοιογενής. Διαφορές στην εφαρμογή παρατηρείται όχι μόνο όσον αφορά το επίπεδο στο οποίο καθορίστηκε το ανώτατο όριο εσόδων (δεκαεπτά κράτη μέλη έχουν θέσει το ανώτατο όριο κάτω από τα 180 EUR/MWh), αλλά και όσον αφορά το διαχρονικό πεδίο εφαρμογής των μέτρων (επτά κράτη μέλη εφαρμόζουν το ανώτατο όριο αναδρομικά και έντεκα κράτη μέλη θα το εφαρμόσουν μετά την καταληκτική ημερομηνία που ορίζεται στον κανονισμό του Συμβουλίου για το μέτρο αυτό).
Αρκετά κράτη μέλη ανέφεραν δυσκολίες όσον αφορά την εφαρμογή του μέτρου στις εθνικές τους δικαιοδοσίες. Οι περισσότερες από αυτές τις δυσκολίες αφορούσαν το σύντομο χρονικό διάστημα εντός του οποίου τα κράτη μέλη έπρεπε να το εφαρμόσουν, ενώ άλλες συνδέονταν με τη συλλογή δεδομένων και τον υπολογισμό των εσόδων κάθε παραγωγού ηλεκτρικής ενέργειας που θα υπόκειται στο μέτρο. Τα κράτη μέλη ανέφεραν επίσης την ύπαρξη συγκρούσεων με τις αρμόδιες εθνικές φορολογικές αρχές και τους ισχύοντες κανονισμούς, κατά την εξέταση τρόπων εφαρμογής του ανώτατου ορίου εσόδων.
Μολονότι τα κράτη μέλη δεν ανέφεραν σημαντικά εμπόδια όσον αφορά το διασυνοριακό εμπόριο ή τη συμπεριφορά υποβολής προσφορών, ορισμένοι συμμετέχοντες στη δημόσια διαβούλευση εξέφρασαν την ανησυχία ότι το συνονθύλευμα διαφορετικών στρατηγικών εφαρμογής μεταξύ των κρατών μελών δημιούργησε κανονιστική αβεβαιότητα για τους συμμετέχοντες στην αγορά και θεωρήθηκε εμπόδιο για νέες επενδύσεις.
Έσοδα που προκύπτουν από την εφαρμογή του ανώτατου ορίου εσόδων
Είναι σημαντικό να λαμβάνεται υπόψη ότι τα κράτη μέλη υπέβαλαν την έκθεσή τους εντός λίγων μηνών μετά την έναρξη ισχύος του υποοριακού ανώτατου ορίου εσόδων και ότι, έως τότε, τα περισσότερα από αυτά εξακολουθούσαν να μην διαθέτουν πληροφορίες σχετικά με τα έσοδα που εισπράχθηκαν μέσω του μέτρου. Μόνο δύο κράτη μέλη ήταν σε θέση να παράσχουν ορισμένα προκαταρκτικά αριθμητικά στοιχεία: Η Βουλγαρία ανέφερε ότι εισέπραξε 321 700 123 BGN (περίπου 163 εκατ. EUR) τον Δεκέμβριο του 2022, και η Λιθουανία ανέφερε ότι είχαν εισπραχθεί περίπου 10 εκατ. EUR έως τις 9 Μαρτίου 2023. Ενώ η Ελλάδα, η Ισπανία και η Ιταλία ήταν σε θέση να παράσχουν αριθμητικά στοιχεία, τα στοιχεία αυτά αφορούσαν έσοδα που είχαν εισπραχθεί πριν από την έκδοση του κανονισμού του Συμβουλίου, καθώς οι χώρες αυτές είχαν εφαρμόσει μέτρα ισοδύναμα με το ανώτατο όριο εσόδων πριν από την έκδοση του κανονισμού του Συμβουλίου.
Τα περισσότερα κράτη μέλη ήταν σε θέση να παράσχουν εκτιμήσεις των εσόδων που ανέμεναν να εισπράξουν, σε πολλές περιπτώσεις με την επιφύλαξη ότι οι εκτιμήσεις αυτές βασίζονταν σε παραδοχές πολύ υψηλών τιμών χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας. Τα έσοδα αναμενόταν αρχικά να υπερβούν τα 50 δισ. EUR συνολικά. Ωστόσο, φαίνεται ήδη ότι οι παραδοχές αυτές δεν είναι πιθανό να υλοποιηθούν έως τον χρόνο υποβολής των στοιχείων. Το ποσό των εσόδων κατανέμεται άνισα μεταξύ των κρατών μελών, με τη Γερμανία να αναφέρει τις υψηλότερες εκτιμήσεις που ανέμενε αρχικά να εισπράξει (23,4 δισ. EUR, λαμβανομένης υπόψη της πιθανής παράτασης του μέτρου έως τις 30 Απριλίου 2024), ακολουθούμενη από τη Γαλλία (11 δισ. EUR). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι και στις δύο χώρες το ανώτατο όριο εσόδων για τις περισσότερες τεχνολογίες έχει καθοριστεί σε επίπεδο πολύ χαμηλότερο από τα 180 EUR/MWh που προβλέπει ο κανονισμός του Συμβουλίου, και ότι οι εκτιμήσεις αυτές βασίστηκαν στις αναμενόμενες υψηλές τιμές χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας. Άλλα κράτη μέλη, ιδίως εκείνα που δεν καθόρισαν το επίπεδο του ανώτατου ορίου κάτω των 180 EUR/MWh ανέμεναν να εισπράξουν χαμηλότερα ποσά.
Αξιολόγηση της παράτασης του μέτρου
Καταρχάς, θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το σκεπτικό στο οποίο βασίζεται το υποοριακό ανώτατο όριο εσόδων ήταν να δοθεί στα κράτη μέλη η δυνατότητα να εισπράττουν και να αναδιανέμουν τα πλεονάζοντα έσοδα που αποκομίζουν κατ’ εξαίρεση ορισμένοι υποοριακοί παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας, με παράλληλη διατήρηση του ανταγωνισμού με βάση τις τιμές μεταξύ των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας (ιδίως εκείνων που βασίζονται στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας) σε ολόκληρη την ΕΕ.
Στο πλαίσιο αυτό, λόγω των χαμηλότερων τιμών χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας κατά τους τελευταίους μήνες, το ανώτατο όριο εσόδων, το οποίο ορίστηκε σε μέγιστο ποσό 180 EUR/MWh, είχε έως τώρα σημαντικές επιπτώσεις κυρίως στα κράτη μέλη τα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α), επέλεξαν ανώτατο όριο χαμηλότερο από το ποσό των 180 EUR/MWh και, ειδικότερα, αρκετά χαμηλό ώστε να αποτυπώνει τα υποοριακά έσοδα από τις σχετικές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στα εν λόγω κράτη μέλη.
Όπως προαναφέρθηκε, το ανώτατο όριο εσόδων εφαρμόστηκε με πολύ ανομοιογενή τρόπο στα κράτη μέλη. Διαφορές στην εφαρμογή παρατηρούνται όχι μόνο σε σχέση με το επίπεδο στο οποίο καθορίστηκε το ανώτατο όριο εσόδων, αλλά και όσον αφορά το διαχρονικό πεδίο εφαρμογής του και το ανώτατο όριο που θεσπίζεται ανά τεχνολογία σε ένα δεδομένο κράτος μέλος. Επιπλέον, η Επιτροπή ενημερώθηκε επίσης στο πλαίσιο ανταλλαγών απόψεων με τα ενδιαφερόμενα μέρη και μέσω καταγγελιών ότι ο τρόπος με τον οποίο ορισμένα κράτη μέλη αποφάσισαν να εφαρμόσουν το ανώτατο όριο εσόδων ενδέχεται να επηρέασε τις υφιστάμενες συμβάσεις αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (ΣΑΗΕ) και άλλες μακροπρόθεσμες συμβάσεις, καθώς και να αποθάρρυνε τη σύναψη νέων συμβάσεων. Ειδικότερα, αυτό παρατηρείται όταν το ανώτατο όριο δεν εφαρμόζεται στα πραγματοποιηθέντα έσοδα που εισπράττει ένας παραγωγός από τη ΣΑΗΕ, αλλά στα «τεκμαιρόμενα» (πλασματικά) έσοδα που αντιστοιχούν, για παράδειγμα, στις τιμές χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας, οδηγώντας τελικά σε παράδοξες καταστάσεις στις οποίες ο παραγωγός μπορεί να αναγκαστεί να πωλήσει ηλεκτρική ενέργεια με ζημία.
Ενδεχόμενη παράταση του μέτρου θα παρεμποδίσει την επίτευξη ενός από τους στόχους που καθορίζονται στην πρόταση για τον σχεδιασμό της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, δηλαδή την παροχή κινήτρων για την υιοθέτηση των ΣΑΗΕ και τη διασφάλιση όσο το δυνατόν πιο ρευστής αγοράς ΜΠΣ. Οι ΣΑΗΕ αποτελούν μέσα που παρέχουν μακροπρόθεσμη σταθερότητα τιμών για τον αγοραστή και την αναγκαία βεβαιότητα για τον παραγωγό ώστε να λάβει την επενδυτική απόφαση. Ωστόσο, λίγα μόνο κράτη μέλη διαθέτουν ενεργές αγορές ΣΑΗΕ, ενώ οι αγοραστές συνήθως είναι αποκλειστικά μεγάλες εταιρείες, μεταξύ άλλων επειδή οι εν λόγω συμβάσεις αντιμετωπίζουν ορισμένα εμπόδια, ιδίως τη δυσκολία κάλυψης του κινδύνου αθέτησης πληρωμών από τον αγοραστή σε αυτές τις μακροπρόθεσμες συμβάσεις. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την πρόταση, κατά τον καθορισμό των πολιτικών για την επίτευξη των στόχων απανθρακοποίησης που καθορίζονται στα ενοποιημένα εθνικά σχέδια για την ενέργεια και το κλίμα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη να δημιουργηθεί μια δυναμική αγορά ΣΑΗΕ. Για να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι που συνδέονται με την πιστοληπτική ικανότητα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι τα μέσα για τη μείωση των χρηματοοικονομικών κινδύνων που συνδέονται με την αθέτηση πληρωμών από τους αγοραστές, συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων εγγυήσεων σε τιμές αγοράς, είναι προσβάσιμα για τις εταιρείες που αντιμετωπίζουν φραγμούς εισόδου στην αγορά των ΣΑΗΕ και δεν αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες. Η πρόταση περιλαμβάνει πρόσθετες απαιτήσεις που αποσκοπούν στην ενθάρρυνση της ανάπτυξης της αγοράς για τέτοιες συμβάσεις.
Επιπλέον, οι διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους τα κράτη μέλη έχουν εφαρμόσει το ανώτατο όριο εσόδων έχουν δημιουργήσει σημαντική κανονιστική αβεβαιότητα, η οποία, με τη σειρά της, ενέχει κινδύνους για την ανάπτυξη νέων επενδύσεων, ιδίως σε ανανεώσιμες πηγές, που είναι απαραίτητες για την επίτευξη των στόχων της ΕΕ. Ειδικότερα, οι δυσκολίες που αναφέρθηκαν σε ορισμένα κράτη μέλη και σχετίζονται με τη σύναψη μακροπρόθεσμων συμβάσεων, συμπεριλαμβανομένων των ΣΑΗΕ, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του ανώτατου ορίου εσόδων, μπορεί να δημιουργήσουν ένα πρόσθετο επίπεδο αβεβαιότητας για τους επενδυτές και να παρεμποδίσουν την ελκυστικότητα και την εμπιστοσύνη των ενδιαφερόμενων μερών στις προθεσμιακές αγορές. Οι προαναφερθέντες κίνδυνοι ενδέχεται τελικά να υπονομεύσουν τη δημιουργία ενός ελκυστικού επενδυτικού περιβάλλοντος για την ανανεώσιμη και τη χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών ηλεκτροπαραγωγή, που ήταν ο στόχος της πρότασης για τον σχεδιασμό της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και, τελικά, την ενεργειακή μετάβαση.
Τέλος, η δημόσια διαβούλευση περιλάμβανε ερωτήσεις σχετικά με πιθανή παράταση του υποοριακού ανώτατου ορίου εσόδων. Οι περισσότεροι συμμετέχοντες στη διαβούλευση τάχθηκαν κατά της εν λόγω παράτασης, λόγω των ακόλουθων κινδύνων και προκλήσεων που θα συνεπαγόταν η παράταση του μέτρου:
·η ανομοιογενής εφαρμογή του υποοριακού ανώτατου ορίου εσόδων στα κράτη μέλη φαίνεται να έχει δημιουργήσει αβεβαιότητα για τους επενδυτές και έχει αναφερθεί ως αντικίνητρο για νέες επενδύσεις,
·το μέτρο είναι δύσκολο να εφαρμοστεί και το διοικητικό κόστος του είναι υψηλό σε σύγκριση με τα οφέλη του,
·όταν το υποοριακό ανώτατο όριο εσόδων ορίζεται σε χαμηλό επίπεδο, όπως έχουν επιλέξει να πράξουν ορισμένα κράτη μέλη, οι παραγωγοί μπορεί να τείνουν να μειώσουν την παραγωγή τους ενόσω ισχύει το ανώτατο όριο,
·η προστασία των καταναλωτών μπορεί να διασφαλιστεί χωρίς παρέμβαση στον σχεδιασμό της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, για παράδειγμα μέσω της υιοθέτησης στοχευμένων κοινωνικών πολιτικών.
Μόνο μια μειοψηφία των συμμετεχόντων τάχθηκε υπέρ της παράτασης του υποοριακού ανώτατου ορίου εσόδων, είτε όπως ορίζεται στον κανονισμό του Συμβουλίου είτε με μικρές τροποποιήσεις. Οι εν λόγω συμμετέχοντες στη διαβούλευση βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στα οφέλη του μέτρου για τους τελικούς καταναλωτές.
Λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της επί του παρόντος η Επιτροπή, όπως αναφέρεται ανωτέρω, η Επιτροπή δεν συνιστά την παράταση του κανονισμού του Συμβουλίου όσον αφορά το υποοριακό ανώτατο όριο εσόδων.
Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, για να μετριαστούν οι επιπτώσεις των υψηλών τιμών ενέργειας στους λογαριασμούς των καταναλωτών, πρότεινε, στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, να προωθηθεί η ανάπτυξη μακροπρόθεσμων αγορών, έτσι ώστε τα έσοδα των υποοριακών παραγωγών και οι τιμές που καταβάλλουν οι τελικοί καταναλωτές να καθορίζονται λιγότερο από την ασταθή βραχυπρόθεσμη τιμή χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας. Με βάση την πρόταση της Επιτροπής, τα εν λόγω έσοδα και οι τιμές θα διαμορφώνονται κυρίως με αναφορά σε μακροπρόθεσμες συμβάσεις, όπως οι ΣΑΗΕ και οι λεγόμενες «αμφίδρομες συμβάσεις επί διαφοράς», ανάλογα με το αν η εγκατάσταση χρηματοδοτήθηκε από τον ιδιωτικό ή τον δημόσιο τομέα. Στην περίπτωση συμβάσεων επί διαφοράς, οι πληρωμές θα πραγματοποιούνται όταν οι τιμές της αγοράς καθίστανται υψηλές. Η πρόταση ορίζει ότι η εν λόγω καταβολή θα πρέπει να χρησιμοποιείται από τα κράτη μέλη για την άμεση μείωση των λογαριασμών ηλεκτρικής ενέργειας όλων των πελατών ηλεκτρικής ενέργειας (συμπεριλαμβανομένων των εταιρειών και της βιομηχανίας), με αποτέλεσμα παρόμοιο με εκείνο ενός υποοριακού ανώτατου ορίου εσόδων, χωρίς όμως να δημιουργείται επενδυτική αβεβαιότητα.
VI.Στήριξη των τελικών καταναλωτών
Το τμήμα 3 του κεφαλαίου ΙΙ του κανονισμού του Συμβουλίου αφορά τη λιανική αγορά και επιτρέπει στα κράτη μέλη να παρατείνουν προσωρινά τη δημόσια παρέμβαση στον καθορισμό των τιμών για τον εφοδιασμό με ηλεκτρική ενέργεια μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) (άρθρο 12) και να καθορίζουν, τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις ΜΜΕ, κατ’ εξαίρεση και προσωρινά, τιμές λιανικής κάτω του κόστους (άρθρο 13).
Πριν από την κρίση υπήρχε δημόσια παρέμβαση στον καθορισμό των τιμών για τα νοικοκυριά σε έντεκα χώρες, συγκεκριμένα στο Βέλγιο, τη Βουλγαρία, τη Γαλλία, την Ελλάδα, την Ιταλία, τη Λιθουανία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, την Πορτογαλία, τη Ρουμανία και τη Σλοβακία με τη μορφή ρυθμιζόμενων τιμών ή κοινωνικών τιμολογίων. Κατά τη διάρκεια της κρίσης, επτά επιπλέον κράτη μέλη θέσπισαν ρύθμιση των τιμών για τα νοικοκυριά, και συγκεκριμένα η Εσθονία, οι Κάτω Χώρες, η Κροατία, το Λουξεμβούργο, η Σλοβενία, η Τσεχία, και η Φινλανδία.
Από τις 25 αξιολογήσεις που ελήφθησαν, 12 κράτη μέλη ανέφεραν ότι έκαναν χρήση των μέτρων του κανονισμού του Συμβουλίου. 4 κράτη μέλη, συγκεκριμένα η Εσθονία, η Πολωνία, η Σλοβενία και η Τσεχία, ανέφεραν ότι έχουν θεσπίσει ρυθμιζόμενες τιμές λιανικής για τις ΜΜΕ σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού του Συμβουλίου. Επιπλέον, η Γαλλία και η Σλοβακία, οι οποίες έχουν ρυθμίσει τις τιμές για τα νοικοκυριά, ανέφεραν καθεστώτα αποζημίωσης για τις ΜΜΕ, σύμφωνα με το προσωρινό πλαίσιο κρίσης και μετάβασης (TCTF)βάσει των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις. Οι Κάτω Χώρες παρενέβησαν στον καθορισμό των τιμών για να εξασφαλίσουν τιμές ηλεκτρικής ενέργειας κάτω του κόστους για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Το καθεστώς αυτό κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή και εγκρίθηκε βάσει του ισχύοντος πλαισίου για τις κρατικές ενισχύσεις.
Μολονότι το άρθρο 13 στοιχείο γ) του κανονισμού του Συμβουλίου απαιτεί από τα κράτη μέλη να αποζημιώνουν τους προμηθευτές για το κόστος παροχής ηλεκτρικής ενέργειας κάτω του κόστους, τα κράτη μέλη δεν περιέλαβαν στις εκθέσεις τους συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με το σημείο αυτό.
Επιπλέον, ορισμένα κράτη μέλη ανέφεραν άλλα είδη παρέμβασης προς τις ΜΜΕ. Για παράδειγμα, η Πορτογαλία ανέφερε τη μείωση των τιμολογίων δικτύου ως τιμολογιακή παρέμβαση ειδικά για τις ΜΜΕ. Η Δανία, η Λετονία και η Σουηδία θέσπισαν διαφορετικές παρεμβάσεις στον καθορισμό των τιμών για διάφορες ομάδες καταναλωτών (δράσεις σχετικά με τη φορολογία, τις εισφορές, τις εκπτώσεις, τα συστήματα αποζημίωσης κ.λπ.). Η Γερμανία έθεσε σε εφαρμογή καθεστώς για το σύνολο της οικονομίας, το οποίο αντισταθμίζει το αυξημένο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας για τις επιχειρήσεις, χωρίς ωστόσο να θίγει την ελευθερία των προμηθευτών να δραστηριοποιούνται στην αγορά.
Τα άρθρα 12 και 13 απαιτούν επίσης κάθε δημόσια παρέμβαση στην αγορά λιανικής να διατηρεί κίνητρο για τη μείωση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας. Στο πλαίσιο αυτό, αρκετά κράτη μέλη, όπως η Αυστρία, η Γερμανία, η Κροατία, οι Κάτω Χώρες και η Ρουμανία, ανέφεραν καθεστώτα που βασίζονταν σε ανώτατα όρια κατανάλωσης, συμπεριλαμβανομένων παρεμβάσεων στον καθορισμό των τιμών ή συστημάτων άμεσης ή έμμεσης αποζημίωσης των τελικών καταναλωτών.
Υπάρχουν σημαντικά μειονεκτήματα όσον αφορά τις ρυθμιζόμενες τιμές. Ειδικότερα, μπορούν να μειώσουν τα κίνητρα ενεργειακής απόδοσης και να υπονομεύσουν τον ανταγωνισμό μακροπρόθεσμα εις βάρος των καταναλωτών. Οι ανησυχίες αυτές υπογραμμίζουν τη σημασία των εφαρμοστέων κανόνων με βάση την οδηγία 2019/944 για την ηλεκτρική ενέργεια, από την οποία παρεκκλίνει ο κανονισμός του Συμβουλίου.
Αξιολόγηση της παράτασης του μέτρου
Το μέτρο αντιμετώπισης της κρίσης που παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να θέτουν ανώτατα όρια στις τιμές για τα νοικοκυριά και τις ΜΜΕ έχει αποδειχθεί σαφώς χρήσιμο, καθώς αρκετά κράτη μέλη αξιοποίησαν την ευκαιρία να παρατείνουν υφιστάμενα καθεστώτα ή να δημιουργήσουν νέα σε πολύ σύντομα χρονοδιαγράμματα.
Στην πρόταση μεταρρύθμισης του σχεδιασμού της αγοράς, η Επιτροπή πρότεινε νέες διατάξεις παρόμοιες με εκείνες του κανονισμού του Συμβουλίου, κατόπιν αξιολόγησης των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων των μέτρων για τον τομέα της λιανικής που είχαν αναφερθεί από τα κράτη μέλη, των αποτελεσμάτων της δημόσιας διαβούλευσης και ενόψει των κατευθύνσεων δημοσιονομικής πολιτικής της προς τα κράτη μέλη για το 2024πιο συγκεκριμένα, η Επιτροπή πρότεινε να μπορούν τα κράτη μέλη να εισάγουν, κατά τη διάρκεια κρίσης των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας, στοχευμένη παρέμβαση στις τιμές για τα νοικοκυριά και τις ΜΜΕ, μεταξύ άλλων και σε χαμηλότερα επίπεδα κόστους, για περιορισμένο όγκο κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας και για περιορισμένο χρονικό διάστημα.
Η δυνατότητα αυτή προστίθεται στο υφιστάμενο πλαίσιο προστασίας για τους ενεργειακά φτωχούς και ευάλωτους καταναλωτές που προβλέπεται στην οδηγία για την ηλεκτρική ενέργεια, βάσει του οποίου τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν κοινωνικά τιμολόγια σε ενεργειακά φτωχούς και ευάλωτους καταναλωτές και να ρυθμίζουν προσωρινά τις τιμές λιανικής για τα νοικοκυριά και τις πολύ μικρές επιχειρήσεις έως ότου εδραιωθεί πλήρως ο ανταγωνισμός στην αγορά.
Δεδομένου ότι το μέτρο, κατ’ ουσίαν, έχει συμπεριληφθεί στην πρόταση της Επιτροπής για τον σχεδιασμό της αγοράς, και λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες που έχει επί του παρόντος στη διάθεσή της η Επιτροπή, όπως αναφέρεται ανωτέρω, η Επιτροπή δεν θεωρεί ότι υπάρχει επί του παρόντος ανάγκη παράτασης του μέτρου στο παρόν στάδιο.
VII.Προκαταρκτικά συμπεράσματα
Στην παρούσα έκθεση παρουσιάζεται επισκόπηση των απαντήσεων που ελήφθησαν από τα κράτη μέλη σχετικά με i) τα μέτρα μείωσης της ζήτησης που έλαβαν· ii) την εφαρμογή του υποοριακού ανώτατου ορίου εσόδων· και iii) τις παρεμβάσεις για τον καθορισμό των τιμών λιανικής που ορίζονται στο κεφάλαιο ΙΙ του κανονισμού του Συμβουλίου. Η έκθεση παρουσιάζει επίσης επισκόπηση των στοιχείων που υπέβαλαν οι συμμετέχοντες στη δημόσια διαβούλευση για τα ίδια θέματα. Οι πληροφορίες που αξιολογούνται στην παρούσα έκθεση και οι συνθήκες προμήθειας και οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ επί του παρόντος και σύμφωνα με τις προβλέψεις υπό κανονικές συνθήκες δεν παρέχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι θα ήταν αναγκαία ή σκόπιμη η παράταση καθενός από τα μέτρα μείωσης της ζήτησης, υποοριακού ανωτάτου ορίου εσόδων και οι παρεμβάσεις στον τομέα της λιανικής.
Πρώτον, όσον αφορά τα μέτρα μείωσης της ζήτησης, όλα τα κράτη μέλη που υπέβαλαν στοιχεία φαίνεται ότι έχουν εφαρμόσει μέτρα για τη μείωση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, κυρίως μέσω εκστρατειών ευαισθητοποίησης και στοχευμένων μέτρων εξοικονόμησης ενέργειας. Ενώ τα κράτη μέλη αναφέρουν ότι τηρούν συνολικά τον δεσμευτικό στόχο της μείωσης της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας κατά 5 % στις ώρες αιχμής, φαίνεται ότι η μείωση της μηνιαίας ακαθάριστης κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας κατά 10 % παρουσίαζε προκλήσεις, αλλά αυτό δεν εμπόδισε την παρατηρούμενη μείωση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας.
Με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, η Επιτροπή δεν θεωρεί ότι υπάρχει επί του παρόντος ανάγκη παράτασης των μέτρων μείωσης της ζήτησης που ορίζονται στον κανονισμό του Συμβουλίου. Εκτός από απρόβλεπτες αλλαγές, οι τρέχουσες συνθήκες της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας δεν καθιστούν αναγκαία την εν λόγω παράταση. Αυτό συνάδει επίσης με τις παρατηρήσεις που ελήφθησαν από τους περισσότερους συμμετέχοντες στη δημόσια διαβούλευση. Μολονότι δεν είναι πλέον αναγκαία σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα και μέσω των εργαλείων που θεσπίστηκαν με τον κανονισμό του Συμβουλίου, η απόκριση ζήτησης είναι σημαντική για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας. Για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή την εισήγαγε ως δομικό στοιχείο στην πρότασή της για τον σχεδιασμό της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
Δεύτερον, από την επανεξέταση διαπιστώθηκε ότι η εφαρμογή του ανώτατου ορίου εσόδων παρουσιάζει σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι αποκλίνουσες στρατηγικές εφαρμογής μεταξύ των κρατών μελών έχουν οδηγήσει σε σημαντική αβεβαιότητα για τους επενδυτές. Το γεγονός αυτό επιδεινώνεται από το ό,τι σε ορισμένα κράτη μέλη η εφαρμογή του ανώτατου ορίου έχει, σύμφωνα με πληροφορίες, επηρεάσει τη σύναψη ΣΑΗΕ και άλλων μακροπρόθεσμων συμβάσεων.
Με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες και δεδομένων των τρεχουσών και προβλέψιμων συνθηκών της αγοράς, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα οφέλη από το τρέχον υποοριακό όριο εσόδων δεν θα υπερκεράσουν τις επιπτώσεις στην ασφάλεια των επενδυτών και τους κινδύνους για τη λειτουργία της αγοράς και τη μετάβαση. Οι προκλήσεις κατά τη διαδικασία εφαρμογής αποθαρρύνουν επίσης την παράταση του υποοριακού ανώτατου ορίου εσόδων που ορίζεται στον κανονισμό του Συμβουλίου. Το συμπέρασμα της Επιτροπής συνάδει με τις παρατηρήσεις που ελήφθησαν από τους περισσότερους συμμετέχοντες στη δημόσια διαβούλευση, οι οποίοι αντιτάχθηκαν στην παράταση του μέτρου λόγω των ανησυχιών για την αβεβαιότητα των επενδυτών.
Τρίτον, από την επανεξέταση διαπιστώθηκε ότι αρκετά κράτη μέλη επωφελήθηκαν από τη δυνατότητα να διευρύνουν το πεδίο εφαρμογής της ρύθμισης των τιμών λιανικής σε περιόδους κρίσης στις ΜΜΕ και να εφαρμόσουν ρύθμιση των τιμών κάτω του κόστους υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Στην πρότασή της για τον σχεδιασμό της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, η Επιτροπή συμπεριέλαβε ισοδύναμες διατάξεις που επιτρέπουν στα κράτη μέλη να παρεμβαίνουν κατ’ εξαίρεση και προσωρινά στις αγορές λιανικής καθορίζοντας τιμή κάτω του κόστους τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις ΜΜΕ κατά τη διάρκεια πιθανών μελλοντικών καταστάσεων κρίσης. Η έγκριση της πρότασης για τον σχεδιασμό της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας είχε ως στόχο να εξασφαλίσει ότι τα εν λόγω διαρθρωτικά μέτρα θα αποτελούσαν μέρος του κανονιστικού πλαισίου της ΕΕ, μετά την έγκριση της πρότασης. Με βάση τα ανωτέρω και με βάση τις τρέχουσες και αναμενόμενες συνθήκες προσφοράς και τιμών ηλεκτρικής ενέργειας, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν είναι αναγκαίο να παραταθούν οι διατάξεις των άρθρων 12 και 13 του κανονισμού του Συμβουλίου.
Τέλος, δεδομένου ότι η παρούσα έκθεση βασίζεται σε πληροφορίες που υπέβαλαν τα κράτη μέλη λίγους μόνο μήνες μετά την έναρξη ισχύος των μέτρων του κανονισμού του Συμβουλίου, τα συμπεράσματα της Επιτροπής δεν προδικάζουν τυχόν πρόσθετες πληροφορίες που μπορεί να λάβει η Επιτροπή από τα κράτη μέλη ή τυχόν απρόβλεπτες αλλαγές στη γενική κατάσταση του εφοδιασμού και των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ. Εάν οι πληροφορίες στις οποίες η Επιτροπή στήριξε την παρούσα έκθεση αλλάξουν σημαντικά, η Επιτροπή ενδέχεται να χρειαστεί να προσαρμόσει αναλόγως τα συμπεράσματά της ή να ενεργήσει γρήγορα σε περίπτωση που το απαιτεί η κατάσταση της αγοράς.