19.2.2011 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 55/18 |
Αναίρεση που άσκησε στις 24 Νοεμβρίου 2010 η Usha Martin Ltd κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) στις 9 Σεπτεμβρίου 2010, στην υπόθεση T-119/06, Usha Martin Ltd κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και Ευρωπαϊκής Επιτροπής
(Υπόθεση C-552/10 P)
2011/C 55/31
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Αναιρεσείουσα: Usha Martin Ltd (εκπρόσωποι: Β. Ακριτίδης, δικηγόρος, Y. Melin, avocat, και Ε. Πετρίτση, δικηγόρος)
Αντίδικοι κατ’ αναίρεση: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα της αναιρεσείουσας
Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
1) |
Να αναιρέσει στο σύνολό της την προπαρατεθείσα απόφαση την οποία εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) στις 9 Σεπτεμβρίου 2010, επί της υποθέσεως T-119/06· |
2) |
να δεχθεί, αποφαινόμενο οριστικώς επί της διαφοράς, τα αιτήματα:
ή, επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. |
3) |
να υποχρεώσει το Συμβούλιο και την Επιτροπή να καταβάλουν, εκτός των δικών τους εξόδων, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η αναιρεσείουσα σε αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας. |
Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα
Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε, στις σκέψεις 44 έως 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε νομική πλάνη, καθόσον έκρινε ειδικότερα ότι η νομιμότητα της αποφάσεως της Επιτροπής περί ανακλήσεως της αποδοχής δεσμεύσεως, δεν μπορεί, αυτή καθαυτή, να τεθεί εν αμφιβόλω από απόψεως της αρχής της αναλογικότητας, αποφαινόμενο κακώς: i) ότι η αρχή της αναλογικότητας δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση της αποφάσεως περί ανακλήσεως δεσμεύσεως, διότι η απόφαση αυτή συνεπάγεται αφεαυτής την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ και ii) ότι οποιαδήποτε παραβίαση αναληφθείσας δεσμεύσεως αρκεί αφεαυτής για να επιφέρει την ανάκληση της δεσμεύσεως χωρίς να απαιτείται να εξετασθεί με γνώμονα το κριτήριο της αρχής της αναλογικότητας.
Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται επίσης ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών, τα οποία σαφώς παρανόησε αποφαινόμενο ότι «δεν αμφισβητείται ότι η [τότε] προσφεύγουσα δεν τήρησε την επίμαχη δέσμευση», καθόσον με την κρίση αυτή υπονοείται, κακώς, ότι η νυν αναιρεσείουσα παραδέχθηκε ότι παραβίασε τη δέσμευση, κάτι το οποίο η ίδια αρνείται, κατά την έννοια του άρθρου 8 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ.
Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι κακώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο ότι η νομιμότητα της ανακλήσεως της δεσμεύσεως δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από απόψεως της αρχής της αναλογικότητας, είτε για τον λόγο ότι οποιαδήποτε παραβίαση αρκεί για να επιφέρει την ανάκληση, είτε συνδέοντας το μέτρο της ανακλήσεως με μέτρο επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε κακώς ότι η αρχή της αναλογικότητας ουδέποτε έχει εφαρμογή στην περίπτωση της ανακλήσεως δεσμεύσεως και δεν εφήρμοσε το κριτήριο του «προδήλως ακατάλληλου χαρακτήρα» μέτρου, αντιθέτως προς την πάγια νομολογία των ευρωπαϊκών δικαιοδοτικών οργάνων και αντιθέτως προς τις εισαγωγικές σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ιδίως δε τις σκέψεις 44 έως 47. Το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι η νομιμότητα της ανακλήσεως δεσμεύσεως δεν μπορεί αφεαυτής να τεθεί εν αμφιβόλω βάσει της γενικής αρχής της αναλογικότητας. Επιπλέον, αποφαινόμενο κακώς ότι δεν αμφιβητείται το ότι η αναιρεσείουσα δεν τήρησε την επίμαχη δέσμευση, υπονοώντας ότι υπήρχε παραβίαση αναληφθείσας δεσμεύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, το Γενικό Δικαστήριο προδήλως αλλοίωσε τα πραγματικά περιστατικά, όπως είχαν εκτεθεί από την νυν αναιρεσείουσα, και, ως εκ τούτου, υπέπεσε σε νομική πλάνη κατά την εκτίμηση των επιχειρημάτων της αναιρεσείουσας.
(1) ΕΕ L 22, σ. 54.
(2) ΕΕ L 22, σ. 1.