ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 28ης Οκτωβρίου 2021 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Κρατικές ενισχύσεις – Αγορά βιοντίζελ – Καθεστώς ενισχύσεων το οποίο καθιερώνει ορισμένες ποσοστώσεις βιοντίζελ απαλλασσόμενες από την καταβολή ειδικού φόρου καταναλώσεως – Τροποποίηση του εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων – Μεταβολή των κριτηρίων κατανομής των ποσοστώσεων – Υποχρέωση προηγούμενης κοινοποιήσεως στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή – Κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 – Άρθρο 1, στοιχείο γʹ – Έννοια της “νέας ενισχύσεως” – Κανονισμός (ΕΚ) 794/2004 – Άρθρο 4, παράγραφος 1 – Έννοια της “μεταβολής υφισταμένης ενισχύσεως”»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑915/19 έως C‑917/19,

με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, τις οποίες υπέβαλε το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία) με αποφάσεις της 28ης Νοεμβρίου 2019, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 12 Δεκεμβρίου 2019, στο πλαίσιο των δικών

Eco Fox Srl (C‑915/19),

Alpha Trading SpA unipersonale (C‑916/19),

Novaol Srl (C‑917/19)

κατά

Fallimento Mythen SpA (C‑915/19),

Ministero dell’Economia e delle Finanze,

Ministero dell’Ambiente e della Tutela del Territorio e del Mare,

Ministero delle Politiche agricole, alimentari e forestali,

Ministero dello Sviluppo economico (C 915/19 έως C‑917/19),

Agenzia delle Dogane e dei Monopoli (C‑915/19),

παρισταμένων των:

Oil.B Srl unipersonale,

Novaol Srl (C‑915/19),

Fallimento Mythen SpA,

Ital Bi-Oil Srl,

Cereal docks SpA,

Agenzia delle Dogane e dei Monopoli (C‑916/19 και C‑917/19),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, Κ. Λυκούργο, πρόεδρο του τετάρτου τμήματος, και M. Ilešič, δικαστή,

γενικός εισαγγελέας: E. Tanchev

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Alpha Trading SpA unipersonale και η Novaol Srl, εκπροσωπούμενες από τους F. Francica και C. Rossi, avvocati,

η Fallimento Mythen Spa, εκπροσωπούμενη από τους O. Grandinetti και A. Di Todaro, avvocati,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από την A. Collabolletta, avvocato dello Stato,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον P. Stancanelli και την F. Tomat,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 108 [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 734/2013 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2013 (ΕΕ 2013, L 204, σ. 15) (στο εξής: κανονισμός 659/1999), καθώς και του κανονισμού (ΕΚ) 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού 659/1999 (ΕΕ 2004, L 140, σ. 1, και διορθωτικά ΕΕ 2004, L 286, σ. 3, ΕΕ 2005, L 25, σ. 74, και ΕΕ 2005, L 131, σ. 45).

2

Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο ένδικων διαφορών μεταξύ της Eco Fox Srl (C‑915/19), της Alpha Trading SpA unipersonale (C‑916/19) και της Novaol Srl (C‑917/19) αφενός, και της Fallimento Mythen SpA (C‑915/19), του Ministero dell’Economia e delle Finanze (Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, Ιταλία), του Ministero dell’Ambiente e della Tutela del Territorio e del Mare (Υπουργείου Περιβάλλοντος και Προστασίας Ξηράς και Θαλάσσης, Ιταλία), του Ministero delle Politiche agricole, alimentari e forestali (Υπουργείου Γεωργίας, Τροφίμων και Δασικής Πολιτικής, Ιταλία), του Ministero dello Sviluppo economico (Υπουργείου Οικονομικής Αναπτύξεως, Ιταλία) (C‑915/19 έως C‑917/19) και της Agenzia delle Dogane e dei Monopoli (Υπηρεσίας Τελωνείων και Μονοπωλίων, Ιταλία) (C‑915/19), αφετέρου, με αντικείμενο την τροποποίηση ενός καθεστώτος ενισχύσεων εγκεκριμένου από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με το οποίο προβλέπεται ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση για το βιοντίζελ.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Ο κανονισμός (ΕΚ) 659/1999

3

Το άρθρο 1 του κανονισμού 659/1999 ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

[…]

β)

“υφιστάμενη ενίσχυση”:

[…]

ii)

κάθε εγκεκριμένη ενίσχυση, δηλαδή τα καθεστώτα ενισχύσεων και οι ατομικές ενισχύσεις που έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή ή από το Συμβούλιο·

[…]

γ)

“νέα ενίσχυση”: κάθε ενίσχυση, δηλαδή τα καθεστώτα ενισχύσεων και οι ατομικές ενισχύσεις, οι οποίες δεν αποτελούν υφιστάμενη ενίσχυση, καθώς και οι μεταβολές υφιστάμενων ενισχύσεων·

[…]».

4

Το άρθρο 2 του κανονισμού, με τίτλο «Κοινοποίηση νέας ενίσχυσης», όριζε στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Εκτός αν άλλως προβλέπεται σε κανονισμούς οι οποίοι θεσπίζονται με βάση το άρθρο [109 ΣΛΕΕ] ή άλλες συναφείς διατάξεις της, κάθε σχέδιο για τη χορήγηση νέας ενίσχυσης κοινοποιείται εγκαίρως στην Επιτροπή από το οικείο κράτος μέλος […]»

5

O κανονισμός (ΕΚ) 659/1999, ο οποίος ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών των κύριων δικών, καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9).

Ο κανονισμός 794/2004

6

Το άρθρο 4 του κανονισμού 794/2004, με τίτλο «Απλουστευμένη διαδικασία κοινοποίησης για ορισμένες μεταβολές υφιστάμενων ενισχύσεων», έχει ως εξής:

«1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 1, στοιχείο γ), του κανονισμού [659/1999], νοείται ως μεταβολή υφιστάμενης ενίσχυσης κάθε αλλαγή, πλην των τροποποιήσεων καθαρά τυπικού ή διοικητικού χαρακτήρα, που δεν είναι ικανή να επηρεάσει την εκτίμηση του συμβιβάσιμου του εκάστοτε μέτρου ενίσχυσης με την κοινή αγορά, ωστόσο, η αύξηση του αρχικού προϋπολογισμού ενός υφιστάμενου καθεστώτος ενισχύσεων κατά ποσοστό έως 20 % δεν λογίζεται ως μεταβολή υφιστάμενης ενίσχυσης.

2.   Οι ακόλουθες μεταβολές υφιστάμενων ενισχύσεων κοινοποιούνται με το έντυπο απλουστευμένης κοινοποίησης που παρατίθεται στο παράρτημα II:

[…]

γ)

τροποποίηση επί το αυστηρότερο των προϋποθέσεων εφαρμογής εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων, μείωση της έντασης της ενίσχυσης ή μείωση των επιλέξιμων δαπανών.

[…]»

Η ιταλική νομοθεσία

Η υπουργική απόφαση 256/2003

7

Το άρθρο 4, παράγραφος 2, του decreto ministeriale n. 256 «Regolamento concernente le modalità di applicazione dell’accisa agevolata sul prodotto denominato biodiesel, ai sensi dell’articolo 21 del decreto legislativo 26 ottobre 1995, n. 504» (υπουργικής αποφάσεως 256, με τίτλο «Κανονισμός περί των λεπτομερειών εφαρμογής προτιμησιακού συντελεστή ειδικού φόρου καταναλώσεως επί του προϊόντος βιοντίζελ, υπό την έννοια του άρθρου 21 του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 504, της 26ης Οκτωβρίου 1995), της 25ης Ιουλίου 2003 (GURI αριθ. 212, της 12ης Σεπτεμβρίου 2003, σ. 4) (στο εξής: υπουργική απόφαση υπ’ αριθ. 256/2003), προέβλεπε τα εξής:

«Όταν οι ποσότητες [βιοντίζελ οι οποίες απαλλάσσονται του ειδικού φόρου καταναλώσεως] υπερβαίνουν το όριο της παραγράφου 1, η κατανομή πραγματοποιείται ως εξής:

a)

κατά το πρώτο έτος πλεονάσματος, για κάθε αιτούντα, οι ποσότητες βιοντίζελ οι οποίες μνημονεύονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο g, εκφραζόμενες σε τόνους, και η παραγωγική ικανότητα που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο d, επίσης εκφραζόμενες σε τόνους, μετατρέπονται σε ποσοστό συνολικών τιμών και πολλαπλασιάζονται αντιστοίχως επί 0,6 και 0,4. Το άθροισμα των τιμών που προκύπτει πολλαπλασιάζεται επί συντελεστή ίσο προς τον βαθμό χρήσεως, κατά το προηγούμενο έτος και μέχρι την 31η Μαΐου του τρέχοντος έτους, των ποσοστώσεων που χορηγήθηκαν για τα δύο αυτά έτη. Για τις νέες εγκαταστάσεις και για το πρώτο έτος δραστηριότητας, οι συντελεστές αυτοί καθορίζονται, αντιστοίχως, σε μηδέν και σε 0,1. Η τιμή που προκύπτει αντιπροσωπεύει το βάρος κάθε αιτούντος στην κατανομή της ποσοστώσεως. Όταν ο υπολογισμός αυτός καταλήγει σε χορήγηση μεγαλύτερη από τη ζήτηση, το πλεονάζον ποσοστό κατανέμεται μεταξύ των λοιπών αιτούντων, σύμφωνα με το ίδιο κριτήριο·

b)

κατά τα επόμενα έτη, κατανέμεται σε κάθε επιχείρηση η οποία υπέβαλε αίτηση ποσότητα ίση προς τον μηνιαίο μέσον όρο των ποσοτήτων οι οποίες τέθηκαν σε ανάλωση κατά το προηγούμενο έτος και κατά το τρέχον έτος μέχρι την 31η Μαΐου, πολλαπλασιαζόμενο επί 12. Οι εναπομείνασες ποσοστώσεις κατανέμονται βάσει των κριτηρίων του στοιχείου a. Όταν οι αιτήσεις συμμετοχής προέρχονται από επιχειρήσεις στις οποίες δεν έγινε κατανομή ποσοτήτων κατά το προηγούμενο έτος, οι αιτούμενες ποσότητες, οι οποίες ενδεχομένως διορθώνονται με τη βοήθεια των κριτηρίων που αναφέρονται στο στοιχείο a, κατανέμονται με προσφυγή, κατά προτεραιότητα, στις προαναφερθείσες εναπομείνασες ποσοστώσεις και, αν είναι αναγκαίο, με αναλογική μείωση των υφισταμένων ποσοστώσεων.»

Η υπουργική απόφαση υπ’ αριθ. 156/2008

8

Το άρθρο 3, παράγραφος 4, του decreto ministeriale n. 156 «Regolamento concernente le modalità di applicazione dell’accisa agevolata sul prodotto denominato “biodiesel”, ai sensi dell’articolo 22‑bis, del decreto legislativo 26 ottobre 1995, n. 504» (υπουργικής αποφάσεως υπ’ αριθ. 156, με τίτλο «Κανονισμός περί των λεπτομερειών εφαρμογής του ειδικού φόρου καταναλώσεως βάσει μειωμένου συντελεστή επί του προϊόντος με την ονομασία “βιοντίζελ” κατά την έννοια του άρθρου 22 bis του νομοθετικού διατάγματος υπ’ αριθ. 504 της 26ης Οκτωβρίου 1995), της 3ης Σεπτεμβρίου 2008 (GURI αριθ. 239, της 11ης Οκτωβρίου 2008, σ. 4) (στο εξής: υπουργική απόφαση υπ’ αριθ. 156/2008), όριζε τα εξής:

«Η ποσόστωση που μπορεί να χορηγηθεί κατανέμεται μεταξύ των οντοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, στο πλαίσιο των γενικών ποσοστώσεων που ζητούνται, λαμβανομένης υπόψη της αντίστοιχης συμβατικής παραγωγικής ικανότητας, η οποία ορίζεται ως το άθροισμα του μέσου όρου των ποσοτήτων οι οποίες μνημονεύονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο g, και της ετήσιας παραγωγικής ικανότητας η οποία μνημονεύεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο d, της οντότητας, αμφότερες οι οποίες αναφέρονται στις αντίστοιχες συνολικές τιμές και πολλαπλασιάζονται, αντιστοίχως, επί 0,55 και 0,45. Μόνον οι οντότητες οι οποίες ζητούν γενικές ποσοστώσεις λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό της συμβατικής παραγωγικής ικανότητας. Η κατανομή της παρούσας παραγράφου πραγματοποιείται, για το έτος 2008, το αργότερο 60 ημέρες μετά τη δημοσίευση της ανακοινώσεως του άρθρου 11, παράγραφος 3, και, για τα έτη 2009 και 2010, το αργότερο στις 28 Φεβρουαρίου του εκάστοτε έτους.»

Η υπουργική απόφαση υπ’ αριθ. 37/2015

9

Το άρθρο 1 του decreto ministeriale n. 37 «Regolamento recante modalità di application zione dell’accisa agevolata sul prodotto denominato biodiesel nell’ambito del programma pluriennale 2007‑2010, da adottare ai sensi dell’articolo 22‑bis del decreto legislativo 26 ottobre 1995, n. 504» (υπουργικής αποφάσεως υπ’ αριθ. 37, με τίτλο «Κανονισμός περί των λεπτομερειών εφαρμογής του ειδικού φόρου καταναλώσεως βάσει μειωμένου συντελεστή επί του προϊόντος με την ονομασία “βιοντίζελ”, στο πλαίσιο του πολυετούς προγράμματος 2007‑2010, το οποίο πρέπει να θεσπισθεί κατά την έννοια του άρθρου 22 bis του νομοθετικού διατάγματος υπ’ αριθ. 504, της 26ης Οκτωβρίου 1995), της 17ης Φεβρουαρίου 2015 (GURI αριθ. 76, της 1ης Απριλίου 2015, σ. 1) (στο εξής: υπουργική απόφαση υπ’ αριθ. 37/2015), έχει ως εξής:

«1.   Το άρθρο 4, παράγραφος 2, της [υπουργικής αποφάσεως 256/2003] αναδιατυπώνεται ως εξής:

“2.   Όταν οι ποσότητες [βιοντίζελ οι οποίες απαλλάσσονται του ειδικού φόρου καταναλώσεως] υπερβαίνουν το όριο της παραγράφου 1, η κατανομή πραγματοποιείται ως εξής:

a)

κατά το πρώτο έτος πλεονάσματος, για κάθε αιτούντα, οι ποσότητες βιοντίζελ οι οποίες μνημονεύονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο g, εκφραζόμενες σε τόνους και η παραγωγική ικανότητα η οποία μνημονεύεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο d, επίσης εκφραζόμενη σε τόνους, μετατρέπονται σε ποσοστό συνολικών τιμών και πολλαπλασιάζονται αντιστοίχως επί 0,5 και 0,5. Το άθροισμα των τιμών που προκύπτει πολλαπλασιάζεται επί συντελεστή ίσο προς τον βαθμό χρήσεως, κατά το προηγούμενο έτος και μέχρι την 31η Μαΐου του τρέχοντος έτους, των ποσοστώσεων που χορηγήθηκαν για τα δύο αυτά έτη. Για τις νέες εγκαταστάσεις και για το πρώτο έτος δραστηριότητας, οι συντελεστές αυτοί καθορίζονται, αντιστοίχως, σε μηδέν και σε 0,125. Η τιμή που προκύπτει αντιπροσωπεύει το βάρος κάθε αιτούντος στην κατανομή της ποσοστώσεως. Όταν ο υπολογισμός αυτός καταλήγει σε χορήγηση μεγαλύτερη από την αιτούμενη, η πλεονάζουσα ποσόστωση κατανέμεται μεταξύ των λοιπών αιτούντων, σύμφωνα με το ίδιο κριτήριο·

b)

κατά τα επόμενα έτη, κατανέμεται σε κάθε επιχείρηση η οποία υπέβαλε αίτηση ποσότητα ίση προς τον μηνιαίο μέσον όρο των ποσοτήτων οι οποίες τέθηκαν σε ανάλωση κατά το προηγούμενο έτος και κατά το τρέχον έτος μέχρι την 31η Μαΐου, πολλαπλασιαζόμενο επί 12. Οι εναπομείνασες ποσοστώσεις κατανέμονται αναλογικά προς την παραγωγική ικανότητα των επιχειρήσεων οι οποίες υπέβαλαν αίτηση. Όταν οι αιτήσεις συμμετοχής προέρχονται από επιχειρήσεις στις οποίες δεν έγινε κατανομή ποσοτήτων κατά το προηγούμενο έτος, οι ποσότητες που θα τους χορηγηθούν καθορίζονται βάσει των κριτηρίων που αναφέρονται στο στοιχείο a και χορηγούνται με αναλογική μείωση των υφισταμένων ποσοστώσεων.”»

10

Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της υπουργικής αποφάσεως 37/2015:

«Το άρθρο 3, παράγραφος 4, της [υπουργικής αποφάσεως 156/2008] αναδιατυπώνεται ως εξής:

“4.   Η ποσόστωση που μπορεί να χορηγηθεί κατανέμεται μεταξύ των οντοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, στο πλαίσιο των γενικών ποσοστώσεων που ζητούνται, λαμβανομένης υπόψη της αντίστοιχης συμβατικής παραγωγικής ικανότητας, η οποία ορίζεται ως το άθροισμα του μέσου όρου των ποσοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο g, και της ετήσιας παραγωγικής ικανότητας που αναφέρεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο d, της οντότητας, αμφότερες οι οποίες αναφέρονται στις αντίστοιχες συνολικές τιμές και πολλαπλασιάζονται, αντιστοίχως, επί 0,5 και 0,5. Μόνον οι οντότητες οι οποίες ζητούν γενικές ποσοστώσεις λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό της συμβατικής παραγωγικής ικανότητας.”»

11

Το άρθρο 3 της υπουργικής αποφάσεως 37/2015 προβλέπει τα ακόλουθα:

«Με την επιφύλαξη των ιστορικών στοιχείων με βάση τα οποία όσες εταιρίες έγιναν δεκτές για τη συμμετοχή τους στα προγράμματα κρίθηκαν επίσης δικαιούχοι ποσοστώσεων ντίζελ βιολογικής προελεύσεως υποκειμένων σε φορολογικά πλεονεκτήματα για τα έτη 2006, 2007, 2008 και 2009, οι εν λόγω ποσοστώσεις ανακατανέμονται στις ίδιες εταιρίες λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων που εισήχθησαν αντίστοιχα στα άρθρα 1 και 2.»

Οι διαφορές της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

12

Στις υποθέσεις των κύριων δικών, οι Eco Fox, Alpha Trading και Novaol άσκησαν προσφυγές ενώπιον του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας, Ιταλία). Τα πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό της αναπομπής στις υποθέσεις C‑916/19 και C‑917/19 είναι κατ’ ουσίαν παρεμφερή με εκείνα της υποθέσεως C‑915/19, ενώ το ερώτημα που υποβλήθηκε σε εκάστη εκ των υποθέσεων αυτών είναι, εξάλλου, πανομοιότυπο.

13

Τα πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό της παραπομπής στην υπόθεση C‑915/19 έχουν ως εξής.

14

Με διαδοχικές νομοθετικές ρυθμίσεις, το ιταλικό κράτος θέσπισε τρία διαφορετικά προγράμματα μέτρων πολυετούς διαρκείας για την προώθηση της δημιουργίας μιας εθνικής αγοράς ντίζελ βιολογικής προελεύσεως. Τα προγράμματα αυτά εγκρίθηκαν προηγουμένως από την Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

15

Το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας), με δύο αποφάσεις, ακύρωσε ορισμένες διατάξεις των εν λόγω νομοθετικών πράξεων, ήτοι το άρθρο 4, παράγραφος 2, της υπουργικής αποφάσεως υπ’ αριθ. 256/2003 και το άρθρο 3, παράγραφος 4, της υπουργικής αποφάσεως υπ’ αριθ. 156/2008. Αμφότερες οι ακυρωθείσες διατάξεις αφορούσαν τα κριτήρια κατανομής στους παραγωγούς βιοντίζελ ποσοτήτων του προϊόντος που απαλλάσσονται από τον ειδικό φόρο καταναλώσεως.

16

Προκειμένου να συμμορφωθεί προς τις αποφάσεις αυτές, ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών εξέδωσε την υπουργική απόφαση υπ’ αριθ. 37/2015, με την οποία αναδιατυπώθηκαν οι ακυρωθείσες διατάξεις.

17

Η Eco Fox ήταν ένας από τους δικαιούχους των προνομιακών ποσοστώσεων βιοντίζελ στο πλαίσιο των οικείων προγραμμάτων. Άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της υπουργικής αποφάσεως 37/2015 ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (περιφερειακού διοικητικού δικαστηρίου Λατίου, Ιταλία) υποστηρίζοντας ότι η υπουργική αυτή απόφαση προβλέπει νέα κρατική ενίσχυση.

18

Με απόφαση της 26ης Ιουλίου 2018, το δικαστήριο αυτό απέρριψε την εν λόγω προσφυγή στο σύνολό της. Έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι η υπουργική απόφαση υπ’ αριθ. 37/2015 δεν θέσπιζε νέο πρόγραμμα κρατικών ενισχύσεων, αλλά καθόριζε αναδρομικώς, χωρίς να μεταβάλει τη διάρκεια των προγραμμάτων, ορισμένους συντελεστές κατανομής των φορολογικώς ενισχυόμενων ποσοστώσεων βιοντίζελ, κατόπιν της ακυρώσεως των διατάξεων που καθόριζαν τα προηγούμενα κριτήρια από το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας), και ότι, ως εκ τούτου, δεν υπήρχε υποχρέωση κοινοποιήσεως της εν λόγω υπουργικής αποφάσεως στην Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

19

Η Eco Fox άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, στο πλαίσιο της οποίας υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η επίμαχη στην υπόθεση των κύριων δικών εθνική ρύθμιση συνιστά νέα κρατική ενίσχυση, καθόσον η προηγούμενη ακυρώθηκε αναδρομικώς, ή, εν πάση περιπτώσει, τροποποιητική ενίσχυση της προϋφιστάμενης ενισχύσεως η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, έπρεπε να κοινοποιηθεί προηγουμένως στην Επιτροπή.

20

Η Fallimento Mythen, επιχείρηση παραγωγής βιοντίζελ, θεωρεί την προσφυγή εν μέρει απαράδεκτη και, στο σύνολό της, αβάσιμη.

21

Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι τα άρθρα 1 και 2 της υπουργικής αποφάσεως υπ’ αριθ. 37/2015 δεν είχαν ως αποτέλεσμα την παράταση της διάρκειας των ήδη προβλεπομένων ενισχύσεων, αλλά τροποποίησαν τα κριτήρια χορηγήσεως των ενισχύσεων αυτών, καθορίζοντας αναδρομικώς νέους κανόνες. Επ’ αυτού είναι απολύτως σαφές το άρθρο 3 της υπουργικής αποφάσεως, το οποίο ορίζει ότι με την επιφύλαξη των ιστορικών στοιχείων με βάση τα οποία όσες εταιρίες έγιναν δεκτές για τη συμμετοχή τους στα προγράμματα κρίθηκαν επίσης δικαιούχοι ποσοστώσεων ντίζελ βιολογικής προελεύσεως υποκειμένων σε φορολογικά πλεονεκτήματα για τα έτη 2006 έως 2009, οι ποσοστώσεις του εν λόγω προϊόντος ανακατανέμονται στις ίδιες εταιρίες λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων που εισήχθησαν αντιστοίχως στα άρθρα 1 και 2 της εν λόγω υπουργικής αποφάσεως.

22

Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η Eco Fox υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, οποιαδήποτε τροποποίηση κρατικής ενισχύσεως πρέπει να κοινοποιείται εκ των προτέρων στην Επιτροπή. Κατά το αιτούν δικαστήριο, οι αποφάσεις των οποίων γίνεται επίκληση συναφώς, ήτοι οι αποφάσεις της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania (C‑74/16, EU:C:2017:496), και της 11ης Ιουνίου 2009, AEM κατά Επιτροπής (T‑301/02, EU:T:2009:191), δεν φαίνεται πάντως να έχουν αποφασιστική σημασία στο μέτρο που, πέραν των διακηρύξεων αρχής, φαίνεται να αναφέρονται, αντιστοίχως, σε συστατικές των ενισχύσεων πράξεις ή σε πράξεις που επεκτείνουν ορισμένες ενισχύσεις σε νέα κατηγορία δικαιούχων.

23

Επιπλέον, φαίνεται ότι η Επιτροπή, στην οποία υποβλήθηκε καταγγελία εκ μέρους ενός μετέχοντος στη διαδικασία, έλαβε γνώση της υπουργικής αποφάσεως υπ’ αριθ. 37/2015, αλλά δεν κίνησε σχετική διαδικασία κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας. Κατά το αιτούν δικαστήριο, το γεγονός αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι η Επιτροπή δεν θεώρησε ότι η επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική ρύθμιση θεσπίζει νέα κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης.

24

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο, στην υπόθεση C‑915/19, το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα, τα δε προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο των υποθέσεων C‑916/19 και C‑917/19 έχουν πανομοιότυπη διατύπωση:

«Βάσει των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ, του [κανονισμού 659/1999], του [κανονισμού 794/2004] και τυχόν μεταγενέστερων σχετικών διατάξεων του δικαίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης], συνιστά κρατική ενίσχυση, υποκείμενη ως τέτοια στην υποχρέωση προηγούμενης κοινοποιήσεως στην […] Επιτροπή, δευτερογενής κανονιστική πράξη όπως το κανονιστικό μέτρο που ελήφθη με την εν προκειμένω επίμαχη υπουργική απόφαση υπ’ αριθ. 37/2015 το οποίο, προς άμεση εκτέλεση των αποφάσεων του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας) όσον αφορά τη μερική ακύρωση των προηγούμενων κανονισμών που είχαν ήδη κοινοποιηθεί στην Επιτροπή, τροποποίησε αναδρομικά τους όρους εφαρμογής των φορολογικών ελαφρύνσεων σχετικά με τον ειδικό φόρο καταναλώσεως επί του ντίζελ βιολογικής προελεύσεως μέσω της αναδρομικής μεταβολής των κριτηρίων κατανομής του σχετικού φορολογικού πλεονεκτήματος μεταξύ των αιτουσών επιχειρήσεων, χωρίς να διευρύνει τη χρονική διάρκεια του προγράμματος φορολογικών ελαφρύνσεων;»

25

Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 10ης Φεβρουαρίου 2020, οι υποθέσεις C‑915/19 έως C‑917/19 συνενώθηκαν προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του παραδεκτού

26

Υπενθυμίζεται ότι για τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που υποβάλλει το εθνικό δικαστήριο εντός του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου το οποίο έχει προσδιορίσει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο ισχύει το τεκμήριο ότι είναι λυσιτελή. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα υποβληθέν από εθνικό δικαστήριο μόνον όταν, ιδίως, δεν τηρούνται οι απαιτήσεις σχετικά με το περιεχόμενο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως που προβλέπονται στο άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου ή όταν είναι πρόδηλο ότι η ερμηνεία ή η εκτίμηση του κύρους του κανόνα του δικαίου της Ένωσης που ζητείται ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή ακόμη όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως (απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Bankia, C‑910/19, EU:C:2021:433, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

27

Κατά πρώτον, στο μέτρο που η Fallimento Mythen υποστηρίζει ότι οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτες, για τον λόγο της προβαλλόμενης παραβάσεως των απαιτήσεων του άρθρου 94, στοιχείο αʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, υπενθυμίζεται ότι, βεβαίως, κατόπιν αποφάσεως του Προέδρου του Δικαστηρίου της 10ης Φεβρουαρίου 2020, απεστάλη στο αιτούν δικαστήριο αίτημα παροχής πληροφοριών, με το οποίο αυτό κλήθηκε να διευκρινίσει όλα τα κρίσιμα πραγματικά στοιχεία που θα παρείχαν στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να δώσει απάντηση στα ερωτήματά του και να εκθέσει το περιεχόμενο των σχετικών εθνικών διατάξεων. Οι απαντήσεις στο αίτημα αυτό παρελήφθησαν από το Δικαστήριο στις 13 Ιουλίου 2020.

28

Οι δε πληροφορίες που περιέχονται στις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως, όπως συμπληρώθηκαν στη συνέχεια, αρκούν για να θεωρηθούν ότι πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 94, στοιχείο αʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας. Είναι αληθές ότι οι απαντήσεις του αιτούντος δικαστηρίου στις οποίες γίνεται αναφορά στην προηγούμενη σκέψη εκθέτουν αποκλειστικώς το περιεχόμενο των σχετικών εθνικών διατάξεων και, επομένως, δεν περιέχουν πρόσθετες διευκρινίσεις όσον αφορά το πραγματικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι διαφορές των κύριων δικών. Εντούτοις, όπως αποσαφηνίστηκε από τις σχετικές εθνικές διατάξεις που παρέχονται σε απάντηση των ερωτήσεων του Δικαστηρίου, η περιγραφή των πραγματικών περιστατικών που περιέχεται στις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως καθιστά δυνατή την επαρκή κατανόηση του πραγματικού πλαισίου των διαφορών αυτών.

29

Κατά δεύτερον, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει, χωρίς ωστόσο να αμφισβητήσει ρητώς το παραδεκτό των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως, ότι το αιτούν δικαστήριο δεν εξέθεσε τους λόγους που το οδήγησαν να υποβάλει το ερώτημα σε καθεμία από τις υποθέσεις των κύριων δικών, αλλά περιορίσθηκε να εκθέσει μόνον τα στοιχεία βάσει των οποίων μπορεί να θεωρηθεί ότι η επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική ρύθμιση δεν συνιστά κρατική ενίσχυση. Εντούτοις, από τις αιτήσεις αυτές προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το αν η επίμαχη στις κύριες δίκες τροποποίηση συνιστά «νέα ενίσχυση» υποκείμενη στην υποχρέωση κοινοποιήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και ότι, ειδικότερα, εκτιμά ότι η σχετική νομολογία του Δικαστηρίου δεν του παρέχει ακριβώς τη δυνατότητα να απαντήσει στο ερώτημα αυτό.

30

Εξάλλου, μολονότι, όπως παρατηρεί η Fallimento Mythen, στο κείμενο των υποβληθέντων ερωτημάτων, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται, γενικώς, στο πλαίσιο της μνείας των κρίσιμων κανόνων της Ένωσης των οποίων ζητεί την ερμηνεία, στις «τυχόν μεταγενέστερες σχετικές διατάξεις του δικαίου [της Ένωσης]», εντούτοις αρκεί η παρατήρηση ότι το αιτούν δικαστήριο προσδιορίζει, επιπλέον, ορισμένες ειδικές διατάξεις του δικαίου της Ένωσης τις οποίες θεωρεί κρίσιμες για τις υποθέσεις των κύριων δικών, ήτοι τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ καθώς και τις διατάξεις των κανονισμών 659/1999 και 794/2004.

31

Επομένως, τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο δίδουν στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να κατανοήσει επίσης τους λόγους για τους οποίους διερωτάται ως προς την ερμηνεία των αναφερθεισών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, καθώς και τη σχέση που θεωρεί ότι υφίσταται μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εφαρμοστέας στις διαφορές των κύριων δικών εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, οπότε πρέπει να γίνει δεκτό ότι πληρούνται και οι απαιτήσεις του άρθρου 94, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας.

32

Επομένως, οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτές.

Επί της ουσίας

33

Με τα ερωτήματά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ καθώς και οι διατάξεις των κανονισμών 659/1999 και 794/2004 έχουν την έννοια ότι τροποποίηση προτιμησιακού φορολογικού καθεστώτος για το βιοντίζελ το οποίο έχει εγκριθεί από την Επιτροπή πρέπει να θεωρηθεί ως νέα ενίσχυση υποκείμενη στην υποχρέωση κοινοποιήσεως, βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, όταν η τροποποίηση αυτή συνίσταται στη μεταβολή, με αναδρομική ισχύ, των κριτηρίων κατανομής των ποσοστώσεων βιοντίζελ για το οποίο ισχύει μειωμένος συντελεστής ειδικού φόρου καταναλώσεως βάσει του καθεστώτος αυτού.

34

Από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι τα ερωτήματα αυτά ανεφύησαν κατόπιν μιας σειράς αποφάσεων της Επιτροπής με τις οποίες αυτή ενέκρινε, διαδοχικά, στις 3 Μαΐου 2002 (ενίσχυση N 461/2001) (ΕΕ 2002, C 146, σ. 7) (στο εξής: εγκριτική απόφαση του 2002), το αρχικό καθεστώς ενισχύσεων και, στη συνέχεια, στις 21 Ιουνίου 2005 (ενίσχυση N 582/2004) (ΕΕ 2005, C 240, σ. 21) και στις 11 Μαρτίου 2008 (ενισχύσεις N 326/2007) (ΕΕ 2008, C 134, σ. 1) (στο εξής, αντιστοίχως: εγκριτική απόφαση του 2005 και εγκριτική απόφαση του 2008), ορισμένες επιγενόμενες τροποποιήσεις του εν λόγω καθεστώτος (στο εξής, από κοινού οι τρεις αποφάσεις: σχετικές εγκριτικές αποφάσεις).

35

Η Επιτροπή εξέδωσε καθεμία από τις αποφάσεις αυτές αφού έλαβε προηγούμενη κοινοποίηση εκ μέρους της Ιταλικής Δημοκρατίας, δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, του επίμαχου τροποποιημένου καθεστώτος ενισχύσεων. Αντιθέτως, δεν αμφισβητείται ότι η εθνική ρύθμιση της οποίας η νομιμότητα αποτελεί το αντικείμενο των διαφορών των κύριων δικών είχε ως αποτέλεσμα τη μεταβολή των κριτηρίων κατανομής του χορηγούμενου βάσει του καθεστώτος αυτού πλεονεκτήματος, χωρίς η μεταβολή αυτή να έχει προηγουμένως κοινοποιηθεί στην Επιτροπή βάσει της ως άνω διατάξεως. Μολονότι η Ιταλική Δημοκρατία έκρινε ότι η εν λόγω μεταβολή δεν έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο τοιαύτης κοινοποιήσεως, εντούτοις οι αναιρεσείουσες των κύριων δικών, όλες παραγωγοί βιοντίζελ, υποστηρίζουν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ότι η τελευταία αυτή μεταβολή είναι παράνομη, δεδομένου ότι, λόγω του σημαντικού χαρακτήρα της, έπρεπε να έχει κοινοποιηθεί στην Επιτροπή πριν από την εφαρμογή της.

36

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο του συστήματος ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων που καθιερώνουν τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ, η διαδικασία διαφέρει ανάλογα με το αν οι ενισχύσεις είναι υφιστάμενες ή νέες. Ενώ οι υφιστάμενες ενισχύσεις μπορούν, σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, να εφαρμόζονται κανονικά ενόσω η Επιτροπή δεν έχει διαπιστώσει την ασυμβατότητά τους, το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ προβλέπει ότι τα σχέδια για τη θέσπιση νέων ενισχύσεων ή την τροποποίηση υφιστάμενων ενισχύσεων πρέπει να κοινοποιούνται εγκαίρως στην Επιτροπή και δεν μπορούν να τεθούν σε εφαρμογή πριν η διαδικασία καταλήξει σε τελική απόφαση (απόφαση της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania, C‑74/16, EU:C:2017:496, σκέψη 86 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37

Όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο, η υποχρέωση κοινοποιήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και διευκρινίζεται στο άρθρο 2 του κανονισμού 659/1999 συνιστά ένα εκ των θεμελιωδών στοιχείων του συστήματος ελέγχου που η Συνθήκη ΛΕΕ καθιέρωσε στο πεδίο των κρατικών ενισχύσεων (πρβλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 5ης Μαρτίου 2019, Eesti Pagar, C‑349/17, EU:C:2019:172, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38

Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι πρέπει να θεωρούνται ως νέες ενισχύσεις οι οποίες υπόκεινται στην κατά το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ υποχρέωση κοινοποιήσεως τα μέτρα που λαμβάνονται μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης ΛΕΕ και αποσκοπούν στη θέσπιση ή την τροποποίηση ενισχύσεων, διευκρινιζομένου ότι οι τροποποιήσεις αυτές μπορούν να αφορούν είτε υφιστάμενες ενισχύσεις είτε αρχικά σχέδια κοινοποιηθέντα στην Επιτροπή (απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2019, Dilly’s Wellnesshotel, C‑585/17, EU:C:2019:969, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39

Κατά το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, σημείο ii, του κανονισμού 659/1999, ως «υφιστάμενη ενίσχυση» νοείται, μεταξύ άλλων, «κάθε εγκεκριμένη ενίσχυση, δηλαδή τα καθεστώτα ενισχύσεων και οι ατομικές ενισχύσεις που έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή ή από το Συμβούλιο». Επομένως, το επίμαχο εν προκειμένω καθεστώς ενισχύσεων, τόσο στην αρχική του μορφή που εγκρίθηκε με την εγκριτική απόφαση του 2002 όσο και στις τροποποιημένες μορφές που εγκρίθηκαν με τις εγκριτικές αποφάσεις του 2005 και του 2008, εμπίπτει στην έννοια της «υφιστάμενης ενισχύσεως», κατά τη διάταξη αυτή.

40

Κατά δε το άρθρο 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 659/1999, συνιστά «νέα ενίσχυση»«κάθε ενίσχυση, δηλαδή τα καθεστώτα ενισχύσεων και οι ατομικές ενισχύσεις, οι οποίες δεν αποτελούν υφιστάμενη ενίσχυση, καθώς και οι μεταβολές υφιστάμενων ενισχύσεων». Συναφώς, το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 794/2004 ορίζει ότι, «[γ]ια τους σκοπούς του άρθρου 1 στοιχείο γ) του κανονισμού [659/1999], νοείται ως μεταβολή υφιστάμενης ενίσχυσης κάθε αλλαγή, πλην των τροποποιήσεων καθαρά τυπικού ή διοικητικού χαρακτήρα, οι οποίες δεν είναι ικανές να επηρεάσουν την εκτίμηση του συμβιβάσιμου του εκάστοτε μέτρου ενίσχυσης με την [εσωτερική] αγορά».

41

Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, μια τροποποίηση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως καθαρώς τυπικού ή διοικητικού χαρακτήρα, υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 794/2004, όταν μπορεί να επηρεάσει την εκτίμηση της συμβατότητας του μέτρου ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά (απόφαση της 13ης Ιουνίου 2013, HGA κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑630/11 P έως C‑633/11 P, EU:C:2013:387, σκέψη 94).

42

Προκειμένου να διαπιστωθεί αν η επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική ρύθμιση εισήγαγε τροποποίηση του καθεστώτος ενισχύσεων δυνάμενη να επηρεάσει την εκτίμηση της συμβατότητάς του με την εσωτερική αγορά, οπότε πρέπει να θεωρηθεί ως «τροποποίηση υφιστάμενης ενισχύσεως» και, ως εκ τούτου, ως «νέα ενίσχυση» υποκείμενη στην υποχρέωση κοινοποιήσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, πρέπει να ληφθούν υπόψη τόσο η φύση και το περιεχόμενο της τροποποιήσεως αυτής όσο και οι εγκριτικές αποφάσεις της Επιτροπής σχετικά με τις προγενέστερες μορφές του καθεστώτος αυτού (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, Carrefour Hypermarchés κ.λπ., C‑510/16, EU:C:2018:751, σκέψεις 39 έως 59).

43

Όσον αφορά, κατά πρώτον, τη φύση και το περιεχόμενο της επίμαχης εν προκειμένω τροποποιήσεως, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική ρύθμιση μετέβαλε αναδρομικώς τα κριτήρια χορηγήσεως, μεταξύ των δικαιούχων επιχειρήσεων στο πλαίσιο του καθεστώτος, των ποσοτήτων βιοντίζελ στις οποίες εφαρμόζεται ο μειωμένος συντελεστής ειδικού φόρου καταναλώσεως για τις χρήσεις 2006 έως 2009. Ειδικότερα, από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι, στις μορφές του καθεστώτος ενισχύσεων που υφίσταντο πριν από τη ρύθμιση αυτή, τα κριτήρια χορηγήσεως των φορολογικώς προνομιακών ποσοστώσεων βιοντίζελ, τα οποία καθορίζονταν σε κανονιστικό επίπεδο με την υπουργική απόφαση υπ’ αριθ. 256/2003 και, στη συνέχεια, με την υπουργική απόφαση υπ’ αριθ. 156/2008, απέδιδαν στην παραγωγική ικανότητα κάθε εμπλεκόμενης επιχειρήσεως μικρότερη σημασία, δεδομένου ότι ο αρχικός συντελεστής σταθμίσεως του 0,4 είχε καθορισθεί σε 0,45 με την υπουργική απόφαση υπ’ αριθ. 156/2008 και, αντιθέτως, η έμφαση διδόταν στο ιστορικό της παραγωγής κάθε εμπλεκόμενης επιχειρήσεως, ήτοι στην ποσότητα βιοντίζελ την οποία αυτή είχε όντως διαθέσει στην αγορά κατά τα προηγούμενα έτη, δεδομένου ότι ο αρχικός συντελεστής σταθμίσεως μειώθηκε από 0,6 σε 0,55 με την υπουργική απόφαση υπ’ αριθ. 156/2008.

44

Η απόδοση μεγαλύτερης βαρύτητας στο κριτήριο του ιστορικού της παραγωγής εκάστης εμπλεκόμενης επιχειρήσεως είχε ως συνέπεια οι αποκαλούμενοι «ιστορικοί» παραγωγοί, οι οποίοι δραστηριοποιούνται στον τομέα του βιοντίζελ από πολλών ετών, να λαμβάνουν κάθε φορά μεγαλύτερη φορολογικώς προνομιακή ποσότητα βιοντίζελ από εκείνη η οποία χορηγείτο στους παραγωγούς οι οποίοι, μολονότι είχαν μεγαλύτερη παραγωγική ικανότητα, είχαν εισέλθει στην αγορά αυτή μόλις σε πιο πρόσφατη περίοδο. Κατόπιν της ακυρώσεως από το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) των εθνικών διατάξεων που προέβλεπαν τα κριτήρια για τη χορήγηση των φορολογικώς προνομιακών ποσοτήτων βιοντίζελ, ο Ιταλός νομοθέτης θέσπισε την επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική ρύθμιση, με την οποία τα κριτήρια του ιστορικού της παραγωγής κάθε εμπλεκόμενης επιχειρήσεως και της παραγωγικής της ικανότητας σταθμίζονται με τον ίδιο συντελεστή, ήτοι 0,5 για κάθε κριτήριο.

45

Πάντως, πρέπει να διευκρινισθεί ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο, τα οποία εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, η επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική ρύθμιση δεν θίγει ούτε τον κύκλο των δικαιούχων οι οποίοι, προηγουμένως, είχαν γίνει δεκτοί στο προτιμησιακό καθεστώς, ούτε τον προϋπολογισμό του εγκριθέντος από την Επιτροπή καθεστώτος ενισχύσεων με την εγκριτική απόφαση του 2008 και δεν παρατείνει τη διάρκεια του καθεστώτος αυτού. Δεν θίγονται ούτε ο ορισμός του προϊόντος που υπόκειται σε μειωμένο συντελεστή ειδικού φόρου καταναλώσεως ούτε ο ίδιος ο συντελεστής.

46

Κατά δεύτερον, όσον αφορά τις σχετικές εγκριτικές αποφάσεις, υπενθυμίζεται ότι, ως παρεκκλίσεις από τη γενική αρχή του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, κατά την οποία οι κρατικές ενισχύσεις δεν είναι συμβατές με την εσωτερική αγορά, οι αποφάσεις της Επιτροπής με τις οποίες εγκρίνεται καθεστώς ενισχύσεων πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, Carrefour Hypermarchés κ.λπ., C‑510/16, EU:C:2018:751, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47

Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία τέτοιων αποφάσεων της Επιτροπής, πρέπει να εξετάζεται όχι μόνον το γράμμα τους, αλλά να λαμβάνεται υπόψη και η κοινοποίηση στην οποία προέβη το οικείο κράτος μέλος (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, Carrefour Hypermarchés κ.λπ., C‑510/16, EU:C:2018:751, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48

Εν προκειμένω, από τις σχετικές εγκριτικές αποφάσεις προκύπτει ότι τα κριτήρια χορηγήσεως, μεταξύ των δικαιούχων του καθεστώτος επιχειρήσεων, των ποσοτήτων προϊόντος επί των οποίων εφαρμόζεται ο μειωμένος συντελεστής ειδικού φόρου καταναλώσεως δεν αποτελούν στοιχείο επί του οποίου η Επιτροπή στήριξε την εκ μέρους της έγκριση των προηγουμένων μορφών του επίμαχου στις κύριες δίκες καθεστώτος ενισχύσεων.

49

Ειδικότερα, ενώ δεν αμφισβητείται ότι τα κριτήρια χορηγήσεως των ποσοτήτων βιοντίζελ που υπάγονται στο προτιμησιακό φορολογικό καθεστώς είχαν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή, τουλάχιστον στο πλαίσιο της κοινοποιήσεως των τροποποιήσεων που αποτελούσαν το αντικείμενο της εγκριτικής αποφάσεως του 2008, ωστόσο τα κριτήρια αυτά δεν εξετάστηκαν ρητώς σε καμία από τις σχετικές εγκριτικές αποφάσεις.

50

Η εξέταση της συμβατότητας του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά στηρίχθηκε σε άλλα στοιχεία, ιδίως όσον αφορά, ειδικότερα, την εγκριτική απόφαση του 2008, στους όρους του τμήματος E.3.3 του κοινοτικού πλαισίου κρατικών ενισχύσεων για την προστασία του περιβάλλοντος (ΕΕ 2001, C 37, σ. 3), που αφορά τις λειτουργικές ενισχύσεις για την παραγωγή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Ως εκ τούτου, στις αιτιολογικές σκέψεις 32 και 36 της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή διαπίστωσε τη συμβατότητα του ορισμού των προϊόντων στα οποία εφαρμοζόταν το φορολογικό πλεονέκτημα προς το σημείο 6 του ως άνω πλαισίου και προς την οδηγία 2003/30/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Μαΐου 2003, για την προώθηση της χρήσης βιοκαυσίμων ή άλλων ανανεώσιμων καυσίμων στις μεταφορές (ΕΕ 2003, L 123, σ. 42). Στις αιτιολογικές σκέψεις 38 έως 45 της εν λόγω αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ο υπολογισμός της ενισχύσεως ήταν σύμφωνος με τα κριτήρια του σημείου 56 του εν λόγω πλαισίου και ότι μπορούσε να αποκλείσει τον κίνδυνο υπερβολικής υπεραντισταθμίσεως. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή έλαβε υπόψη το γεγονός ότι το φορολογικό πλεονέκτημα συνυπήρχε με την προβλεπόμενη για τα βιοκαύσιμα υποχρέωση θέσεως σε ανάλωση.

51

Πάντως, ούτε από τις σχετικές εγκριτικές αποφάσεις ούτε από τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο στο πλαίσιο των υπό κρίση υποθέσεων προκύπτει ότι η επενεχθείσα με την επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική ρύθμιση μεταβολή των κριτηρίων χορηγήσεως, μεταξύ των δικαιούχων επιχειρήσεων, φορολογικώς προνομιακών ποσοστώσεων βιοντίζελ θα μπορούσε να επηρεάσει οποιοδήποτε στοιχείο των εκτιμήσεων που περιλαμβάνονται στις αποφάσεις αυτές. Επιπλέον, το γεγονός και μόνον ότι ένα σχέδιο εθνικής ρυθμίσεως που προβλέπει καθεστώς ενισχύσεων κοινοποιηθέν στην Επιτροπή διαβιβάζεται στο εν λόγω θεσμικό όργανο από το οικείο κράτος μέλος ουδόλως συνεπάγεται ότι όλα τα στοιχεία του σχεδίου αυτού πρέπει να θεωρούνται ουσιώδη όταν, όπως εν προκειμένω, η διαβίβαση αυτή ακολουθείται από απόφαση με την οποία η Επιτροπή εγκρίνει το οικείο καθεστώς ενισχύσεων. Πράγματι, μια τέτοια προσέγγιση θα καθιστούσε άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας την έννοια της «τροποποιήσεως υφιστάμενης ενισχύσεως», η οποία, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 794/2004, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, δεν καλύπτει ακριβώς κάθε τροποποίηση υφιστάμενης ενισχύσεως, αλλά μόνον εκείνες που έχουν ως αποτέλεσμα να επηρεάζεται η εκτίμηση της συμβατότητας της ενισχύσεως αυτής με την εσωτερική αγορά.

52

Βεβαίως, από την αιτιολογική σκέψη 23 της εγκριτικής αποφάσεως του 2002, από την αιτιολογική σκέψη 22 της εγκριτικής αποφάσεως του 2005 και από την αιτιολογική σκέψη 46 της εγκριτικής αποφάσεως του 2008 προκύπτει ότι οι ιταλικές αρχές δεσμεύθηκαν να υποβάλουν ετήσιες εκθέσεις στην Επιτροπή για να εποπτεύουν την υπεραντιστάθμιση. Ειδικότερα, οι εκθέσεις αυτές έπρεπε να αναφέρουν το κόστος των πρώτων υλών και το κόστος παραγωγής, τις χορηγηθείσες ποσοστώσεις και τις εταιρίες στις οποίες χορηγήθηκαν καθώς και όλα τα άλλα στοιχεία τα οποία επιτρέπουν στην Επιτροπή να εκτιμήσει αν υπάρχει πράγματι υπεραντιστάθμιση. Υπομνήσθηκε επίσης στις ιταλικές αρχές ότι όφειλαν να ειδοποιήσουν προηγουμένως την Επιτροπή για κάθε μεταβολή των όρων χορηγήσεως της ενισχύσεως.

53

Εντούτοις, πρώτον, από την αιτιολογική σκέψη 17 της εγκριτικής αποφάσεως του 2005 και από την αιτιολογική σκέψη 44 της εγκριτικής αποφάσεως του 2008 προκύπτει, ειδικότερα, ότι ο κίνδυνος υπεραντισταθμίσεως δεν απορρέει από αυτά καθαυτά τα κριτήρια κατανομής του προϊόντος το οποίο τυγχάνει προνομιακής φορολογικής μεταχειρίσεως, αλλά εξαρτάται από τη σχέση μεταξύ του κόστους παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και της αγοραίας τιμής του κοινού ντίζελ. Εφόσον η ενίσχυση περιορίζεται στην κάλυψη της διαφοράς μεταξύ των δύο αυτών ποσών, υπό την επιφύλαξη ενός ευλόγου κέρδους, η υπεραντιστάθμιση αποκλείεται.

54

Εξάλλου, μολονότι η επίμαχη στις κύριες δίκες τροποποίηση είχε ως αποτέλεσμα τη μεταβολή της σημασίας που αποδιδόταν στις δύο παραμέτρους τις οποίες είχε δεχθεί ο Ιταλός νομοθέτης ως κρίσιμες για την κατανομή της ενισχύσεως, ήτοι το ιστορικό της πραγματικής παραγωγής κάθε εμπλεκόμενης επιχειρήσεως και την παραγωγική της ικανότητα, τα δύο αυτά κριτήρια εξακολουθούν να έχουν σημασία, και μάλιστα βρίσκονται πλέον σε ίση μοίρα, στο πλαίσιο του επίμαχου στις κύριες δίκες τροποποιηθέντος καθεστώτος ενισχύσεων, οπότε, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι διατηρήθηκε ο συντελεστής του ειδικού φόρου καταναλώσεως, η εν λόγω μεταβολή δεν είναι ικανή να κλονίσει τη γενόμενη στην αιτιολογική σκέψη 45 της εγκριτικής αποφάσεως του 2008 διαπίστωση της Επιτροπής ότι μόνον ένα τμήμα της παραγωγής εκάστης δικαιούχου επιχειρήσεως μπορεί να υπαχθεί στον μειωμένο συντελεστή ειδικού φόρου καταναλώσεως δυνάμει του οικείου καθεστώτος ενισχύσεων.

55

Δεύτερον, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι μια γενική ένδειξη, όπως αυτή που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 22 της εγκριτικής αποφάσεως του 2005, σύμφωνα με την οποία οι ιταλικές αρχές υποχρεούνται να ενημερώνουν εκ των προτέρων την Επιτροπή για κάθε μεταβολή των όρων χορηγήσεως της ενισχύσεως, θα έπρεπε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση του εύρους της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, καθόσον η υποχρέωση αυτή εφαρμόζεται, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 39 έως 41 της παρούσας αποφάσεως, μόνον στις τροποποιήσεις υφιστάμενης ενισχύσεως οι οποίες δύνανται να επηρεάσουν τη συμβατότητα του μέτρου ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά. Τούτο επιβεβαιώνεται, εξάλλου, από το γεγονός ότι, στην αιτιολογική σκέψη 48 της εγκριτικής αποφάσεως του 2008, η Επιτροπή κάνει λόγο για την εν λόγω υποχρέωση ενημερώσεως σχετικά με τις μεταβολές του καθεστώτος ενισχύσεων, διευκρινίζοντας ρητώς ότι η κοινοποίηση αυτή πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και τις σχετικές διατάξεις των κανονισμών 659/1999 και 794/2004.

56

Τρίτον, το γεγονός ότι, λόγω του επανακαθορισμού των κριτηρίων χορηγήσεως του πλεονεκτήματος από την επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών εθνική ρύθμιση, σε ορισμένους δικαιούχους χορηγούνται φορολογικώς προνομιακές ποσοστώσεις βιοντίζελ μικρότερες από τις αρχικώς προβλεφθείσες, ενώ αυξάνονται οι ποσοστώσεις άλλων δικαιούχων, δεν μπορεί να επηρεάσει την εκτίμηση της Επιτροπής στις σχετικές εγκριτικές αποφάσεις, βάσει της οποίας η Επιτροπή έκρινε ότι το οικείο καθεστώς ενισχύσεων ήταν συμβατό με την εσωτερική αγορά. Ειδικότερα, τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, τα οποία εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, δεν αποδεικνύουν ότι η μεταβολή αυτή έθεσε εν αμφιβόλω τον σκοπό του οικείου καθεστώτος ενισχύσεων, ο οποίος συνίσταται στη μείωση του κόστους που φέρουν οι παραγωγοί και οι επιχειρήσεις αναμείξεως βιοντίζελ ή τη συνακόλουθη εκτίμηση της Επιτροπής, κατά την οποία, ως δράση υπέρ της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και, ως εκ τούτου, προς όφελος της προστασίας του περιβάλλοντος, τόσο το αρχικό όσο και το τροποποιηθέν καθεστώς ενισχύσεων ήταν και εξακολουθεί να είναι συμβατό με το δίκαιο της Ένωσης.

57

Πρέπει να προστεθεί ότι αυτή η ερμηνεία των σχετικών εγκριτικών αποφάσεων συνάδει επίσης προς τη νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία η Επιτροπή μπορεί, σε περίπτωση καθεστώτος ενισχύσεων, να περιορισθεί στη μελέτη των γενικών χαρακτηριστικών του, χωρίς να υποχρεούται να εξετάσει κάθε συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμογής του, όποτε ο έλεγχος της Επιτροπής δεν πρέπει να αφορά την ατομική κατάσταση εκάστης εμπλεκομένης επιχειρήσεως (πρβλ. αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, Carrefour Hypermarchés κ.λπ., C‑510/16, EU:C:2018:751, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 4ης Μαρτίου 2021, Επιτροπή κατά Fútbol Club Barcelona, C‑362/19 P, EU:C:2021:169, σκέψη 65). Πράγματι, στο πλαίσιο ενός καθεστώτος ενισχύσεων, η Επιτροπή μπορεί να περιορισθεί στην εκτίμηση του κατά πόσον το καθεστώς αυτό είναι αναγκαίο για την επίτευξη ενός εκ των σκοπών του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ (απόφαση της 13ης Ιουνίου 2013, HGA κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑630/11 P έως C‑633/11 P, EU:C:2013:387, σκέψη 114 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

58

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η μεταβολή των κριτηρίων κατανομής της ενισχύσεως που χορηγήθηκε δυνάμει του επίμαχου στις κύριες δίκες καθεστώτος ενισχύσεων δεν επηρέασε τα συστατικά στοιχεία του καθεστώτος αυτού, όπως αυτά είχαν εκτιμηθεί από την Επιτροπή στο πλαίσιο των οικείων εγκριτικών αποφάσεων, κατά την αξιολόγηση της συμβατότητας του εν λόγω καθεστώτος με την εσωτερική αγορά (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Rittinger κ.λπ., C‑492/17, EU:C:2018:1019, σκέψη 59). Κατά συνέπεια, η μεταβολή αυτή δεν συνιστά «τροποποίηση υφιστάμενης ενίσχυσης», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 659/1999 και του άρθρου 4, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 794/2004, και, ως εκ τούτου, δεν αποτελεί «νέα ενίσχυση» υποκείμενη στην υποχρέωση κοινοποιήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Επομένως, η εφαρμογή της δεν μπορεί να θεωρηθεί παράνομη για τον λόγο και μόνον ότι δεν είχε προηγουμένως κοινοποιηθεί στην Επιτροπή.

59

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα ερωτήματα προσήκει η απάντηση ότι τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ καθώς και οι διατάξεις των κανονισμών 659/1999 και 794/2004 έχουν την έννοια ότι τροποποίηση προτιμησιακού φορολογικού καθεστώτος για το βιοντίζελ το οποίο έχει εγκριθεί από την Επιτροπή δεν πρέπει να θεωρείται νέα ενίσχυση υποκείμενη στην υποχρέωση κοινοποιήσεως του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, όταν η τροποποίηση αυτή συνίσταται στη μεταβολή, με αναδρομική ισχύ, των κριτηρίων κατανομής των ποσοστώσεων βιοντίζελ για το οποίο ισχύει μειωμένος συντελεστής ειδικού φόρου καταναλώσεως βάσει του καθεστώτος αυτού, στο μέτρο που η συγκεκριμένη τροποποίηση δεν επηρεάζει τα συστατικά στοιχεία του οικείου καθεστώτος ενισχύσεων, όπως αυτά είχαν εκτιμηθεί από την Επιτροπή κατά την αξιολόγηση της συμβατότητας του εν λόγω καθεστώτος με την εσωτερική αγορά.

Επί των δικαστικών εξόδων

60

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ καθώς και οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 [ΣΛΕΕ], όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 734/2013 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2013, και του κανονισμού (ΕΚ) 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι τροποποίηση προτιμησιακού φορολογικού καθεστώτος για το βιοντίζελ το οποίο έχει εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν πρέπει να θεωρείται νέα ενίσχυση υποκείμενη στην υποχρέωση κοινοποιήσεως του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, όταν η τροποποίηση αυτή συνίσταται στη μεταβολή, με αναδρομική ισχύ, των κριτηρίων κατανομής των ποσοστώσεων βιοντίζελ για το οποίο ισχύει μειωμένος συντελεστής ειδικού φόρου καταναλώσεως βάσει του καθεστώτος αυτού, στο μέτρο που η συγκεκριμένη τροποποίηση δεν επηρεάζει τα συστατικά στοιχεία του οικείου καθεστώτος ενισχύσεων, όπως αυτά είχαν εκτιμηθεί από την Επιτροπή κατά την αξιολόγηση της συμβατότητας του εν λόγω καθεστώτος με την εσωτερική αγορά.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.