28.6.2021   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 252/9


Προσφυγή της 1ης Απριλίου 2021 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Πολωνίας

(Υπόθεση C-204/21)

(2021/C 252/15)

Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: P.J.O. Van Nuffel, K. Herrmann)

Καθής: Δημοκρατία της Πολωνίας

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι:

θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ το άρθρο 42a, παράγραφοι 1 και 2 και το άρθρο 55, παράγραφος 4, του ustawa — Prawo o ustroju sądów powszechnych (νόμου περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων, στο εξής: οργανωτικός νόμος), το άρθρο 26, παράγραφος 3 και το άρθρο 29, παράγραφοι 2 και 3, του ustawa o Sądzie Najwyższym (νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου) και το άρθρο 5, παράγραφοι 1a και 1b, του ustawa o sądach administracyjnych (νόμου περί διοικητικών δικαστηρίων), κατόπιν της τροποποιήσεώς του με τον ustawa z 20 grudnia 2019 r. — Prawo o ustroju sądów powszechnych, ustawy o Sądzie Najwyższym oraz niektórych innych ustaw (νόμο της 20ής Δεκεμβρίου περί τροποποίησης του νόμου περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ορισμένων άλλων νόμων, στο εξής: τροποποιητικός νόμος), καθώς επίσης και το άρθρο 8 του τροποποιητικού νόμου, τα οποία απαγορεύουν σε όλα τα εθνικά δικαστήρια να ελέγχουν την πλήρωση των απαιτήσεων του ενωσιακού δικαίου περί ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, η Δημοκρατία της Πολωνίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό το πρίσμα της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σχετικά με το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΕΣΔΑ, καθώς και από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ και την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης.

θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ το άρθρο 26, παράγραφοι 2 και 4 έως 6, και το άρθρο 82, παράγραφοι 2 έως 5, νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατόπιν της τροποποιήσεώς του με τον τροποποιητικό νόμο, καθώς επίσης και το άρθρο 10 του τροποποιητικού νόμου, τα οποία απονέμουν αποκλειστική αρμοδιότητα στο Izba Kontroli Nadzwyczajnej i Spraw Publicznych (τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημόσιων υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου) να εξετάζει αιτιάσεις και νομικά ζητήματα σχετικά με την έλλειψη ανεξαρτησίας των δικαστών, η Δημοκρατία της Πολωνίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ και την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης.

θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ το άρθρο107, παράγραφος 1, σημεία 2 και 3, του οργανωτικού νόμου και το άρθρο 72, παράγραφος 1, σημεία 1 έως 3, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατόπιν της τροποποιήσεώς του με τον τροποποιητικό νόμο, τα οποία επιτρέπουν να χαρακτηριστεί ως πειθαρχική παράβαση ο έλεγχος της πλήρωσης των απαιτήσεων του ενωσιακού δικαίου περί ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, η Δημοκρατία της Πολωνίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ.

αναθέτοντας στο Izba Dyscyplinarna Sądu Najwyższego (πειθαρχικό τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου), του οποίου η ανεξαρτησία και αμεροληψία δεν είναι εγγυημένες, την εξουσία εκδίκασης υποθέσεων που επηρεάζουν άμεσα το καθεστώς και την άσκηση του λειτουργήματος των δικαστών και των βοηθών δικαστών (όπως οι σχετικές με τη χορήγηση έγκρισης για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά δικαστών και βοηθών δικαστών ή για τη σύλληψή τους, οι υποθέσεις εργατικού και κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου που αφορούν δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου και οι υποθέσεις που αφορούν τη συνταξιοδότηση δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου), η Δημοκρατία της Πολωνίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.

θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ το άρθρο 88a του νόμου περί διοικητικών δικαστηρίων, το άρθρο 45, παράγραφος 3, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου και το άρθρο 8, παράγραφος 2, του νόμου περί διοικητικών δικαστηρίων, κατόπιν της τροποποιήσεώς του με τον τροποποιητικό νόμο, η Δημοκρατία της Πολωνίας προσέβαλε το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 7 και στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχεία γ' και ε', στο άρθρο 6, παράγραφος 3, και στο άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (1).

να καταδικάσει τη Δημοκρατία της Πολωνίας στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Το πειθαρχικό τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών σύστασής του, της σύνθεσης και των αρμοδιοτήτων του, δεν συνιστά δικαιοδοτικό όργανο που συγκεντρώνει τις ιδιότητες ανεξάρτητου δικαστηρίου κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη. Κατά συνέπεια, η διατήρηση της αρμοδιότητάς του σε υποθέσεις άλλων εθνικών δικαστών σχετικών με το καθεστώς τους και με τις προϋποθέσεις άσκησης του δικαστικού λειτουργήματος θίγει την ανεξαρτησία τους και συνιστά παράβαση του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ.

Οι διατάξεις του τροποποιητικού νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2019 οι οποίες αποκλείουν τη δυνατότητα των εθνικών δικαστηρίων να εξετάζουν αν οι δικαστικοί σχηματισμοί που αποφαίνονται επί υποθέσεων απτόμενων του δικαίου της Ένωσης πληρούν τις απαιτήσεις του ενωσιακού δικαίου περί ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη, είναι αντίθετες προς τις ως άνω διατάξεις και προς τον μηχανισμό υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων που καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα εθνικά δικαστήρια έχουν υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι οι υποθέσεις που αφορούν τα δικαιώματα τα οποία αντλούν οι ιδιώτες από το δίκαιο της Ένωσης εξετάζονται από ανεξάρτητα και αμερόληπτα δικαστήρια που έχουν προηγουμένως συσταθεί νομίμως. Ο χαρακτηρισμός της εξέτασης αυτής ως πειθαρχικής παράβασης επίσης παραβιάζει το δίκαιο της Ένωσης. Κάθε εθνικός δικαστής, υπό την ιδιότητά του ως δικαστηρίου της Ένωσης, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ελέγχει αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αίτησης του ενδιαφερομένου αν οι υποθέσεις που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης εξετάζονται από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης, χωρίς να διατρέχει τον κίνδυνο να κινηθεί πειθαρχική διαδικασία εναντίον του. Η ανάθεση στο τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημόσιων υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου της αποκλειστικής αρμοδιότητας να εξετάζει αιτήσεις εξαίρεσης δικαστή από την εκδίκαση συγκεκριμένης υπόθεσης ή προσδιορισμού του αρμόδιου δικαστικού σχηματισμού, αιτήσεις στηριζόμενες σε αιτιάσεις περί έλλειψης ανεξαρτησίας δικαστή/δικαστηρίου, καθιστά αδύνατη στα λοιπά εθνικά δικαστήρια την εκπλήρωση των προαναφερθεισών υποχρεώσεων καθώς και την υποβολή στο Δικαστήριο προδικαστικών ερωτημάτων σχετικών με την ερμηνεία της συγκεκριμένης απαίτησης του δικαίου της Ένωσης. Αντιθέτως, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, κάθε εθνικό δικαστήριο έχει εξουσία να υποβάλλει προδικαστικό ερώτημα δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, ενώ τα δικαστήρια των οποίων οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα οφείλουν να υποβάλουν τέτοιο ερώτημα σε περίπτωση ερμηνευτικών αμφιβολιών.

Η υποχρεωτική για κάθε δικαστή προσκόμιση, εντός 30 ημερών από τον διορισμό του σε θέση δικαστικού λειτουργού, και η δημοσίευση στο Biuletyn Informacji Publicznej (δελτίο δημόσιων πληροφοριών) των στοιχείων εκείνων που αφορούν την εγγραφή του ως μέλους σε σύλλογο ή ένωση και τα καθήκοντα που εκτελεί σε ιδρύματα μη ασκούντα οικονομική δραστηριότητα, καθώς και εκείνων που αφορούν τη συμμετοχή του σε πολιτικό κόμμα πριν από τον διορισμό του σε θέση δικαστικού λειτουργού, προσβάλλει το βασικό δικαίωμα του δικαστή στην προστασία της ιδιωτικής ζωής και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα καθώς και τις διατάξεις του ΓΚΠΔ.


(1)  EE 2016, L 119, σ. 1.