ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με το πλαίσιο ανάκαμψης και εξυγίανσης για τα μη τραπεζικά ιδρύματα
22.10.2013 - (2013/2047(INI))
Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής
Εισηγήτρια: Kay Swinburne
ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
σχετικά με το πλαίσιο ανάκαμψης και εξυγίανσης για τα μη τραπεζικά ιδρύματα
(2013/2047 (INI))
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη την έκθεση διαβούλευσης του Ιουνίου 2012, που εκπονήθηκε από την Επιτροπή Συστημάτων Πληρωμών και Διακανονισμού (CPSS) και την Διεθνή Οργάνωση Επιτροπών Εποπτείας Χρηματιστηρίων (IOSCO), με τίτλο «Ανάκαμψη και εξυγίανση των υποδομών των χρηματοπιστωτικών αγορών»,
– έχοντας υπόψη την έκθεση διαβούλευσης της CPSS-IOSCO, του Αυγούστου 2013, σχετικά με την «ανάκαμψη των υποδομών των χρηματοπιστωτικών αγορών»,
– έχοντας υπόψη τις εκθέσεις της Διεθνούς Ένωσης Ασφαλιστικών Εποπτών, του Ιουλίου 2013, με τίτλο «Παγκόσμιοι συστημικά σημαντικοί ασφαλιστές: μεθοδολογία αρχικής εκτίμησης» και «Παγκόσμιοι συστημικά σημαντικοί ασφαλιστές: μέτρα πολιτικής",
– έχοντας υπόψη την από 18 Ιουλίου 2013 δημοσίευση του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας με τίτλο «Παγκόσμιοι συστημικά σημαντικοί ασφαλιστές (G-SIIs) και τα μέτρα πολιτικής που θα ισχύουν γι’ αυτούς»[1],
– έχοντας υπόψη την έκθεση διαβούλευσης του Αυγούστου 2013, που εκπονήθηκε από το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, με τίτλο «Εφαρμογή βασικών χαρακτηριστικών για αποτελεσματικά καθεστώτα εξυγίανσης των μη τραπεζικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων»,
– έχοντας υπόψη τη διαβούλευση που πραγματοποιήθηκε από τις υπηρεσίες της Επιτροπής σχετικά με τη δυνατότητα θέσπισης ενός πλαισίου ανάκαμψης και εξυγίανσης για τα μη τραπεζικά ιδρύματα,
– έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (κανονισμός EMIR)[2],
– έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής για την έκδοση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων (ΚΑΤ) και για την τροποποίηση της οδηγίας 98/26/ΕΚ,
– έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής για την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (COM(2012) 0280) (οδηγία BRRD), καθώς και την σχετική έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής[3],
– έχοντας υπόψη το άρθρο 48 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής (A7 – 0343/2013),
Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι στα προγράμματα αξιολόγησης του χρηματοπιστωτικού τομέα του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας περιλαμβάνονται πλέον αξιολογήσεις σχετικά με τις υποδομές των χρηματοπιστωτικών αγορών·
Β. λαμβάνοντας υπόψη ότι τα αποτελεσματικά σχέδια ανάκαμψης και τα εργαλεία εξυγίανσης είναι ζωτικής σημασίας για τη βελτίωση της σταθερότητας του μη τραπεζικού χρηματοπιστωτικού τομέα παγκοσμίως·
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι υποδομές των χρηματοπιστωτικών αγορών χαρακτηρίζονται από μεγάλη οργανωτική ποικιλομορφία· ότι, προκειμένου να διευκολυνθεί η κατάρτιση ενδεδειγμένων σχεδίων ανάκαμψης και κυρίως εξυγίανσης, θεωρείται αναγκαίο να γίνει διάκριση με βάση την οργανωτική πολυπλοκότητα, το γεωγραφικό πεδίο και το επιχειρηματικό μοντέλο·
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, παρ’ όλο που ο κανονισμός EMIR και ο κανονισμός για τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων (ΚΑΤ) έχουν ως στόχο τη μείωση του συστημικού κινδύνου μέσω πλήρως ρυθμισμένων υποδομών της αγοράς, υπάρχουν πιθανότητες να έχουν αθέλητες συνέπειες·
Ε. λαμβάνοντας υπόψη ότι, ενώ η υποχρεωτική κεντρική εκκαθάριση συμβάλλει θετικά στη μείωση του συνολικού συστημικού κινδύνου των χρηματοπιστωτικών αγορών, έχει αυξήσει ωστόσο τα επίπεδα συγκέντρωσης συστημικού κινδύνου στους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, υπενθυμίζοντας ότι όλοι οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι είναι συστημικά σημαντικοί για τις αγορές τους·
ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι τα μείζονα εκκαθαριστικά μέλη συμμετέχουν συνήθως σε περισσότερους από έναν κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και συνεπώς, εάν έχει αδυναμία πληρωμής ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, υπάρχει πιθανότητα και άλλοι να αντιμετωπίσουν δυσκολίες·
Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι πολλαπλές αδυναμίας πληρωμής μελών ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου θα έχουν καταστροφικές συνέπειες όχι μόνο για τους συντελεστές των χρηματοπιστωτικών αγορών αλλά και για τις ενδιαφερόμενες εταιρείες στο σύνολό τους·
Η. λαμβάνοντας υπόψη ότι το σκεπτικό για τη χρήση ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου είναι η μείωση κινδύνου για τον αντισυμβαλλόμενο μέσω του ορθού καθορισμού περιθωρίου ασφαλείας για τα προϊόντα πριν αυτά υποβληθούν σε κεντρική εκκαθάριση, ώστε σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης εκ μέρους οποιουδήποτε αντισυμβαλλομένου να μην επηρεαστεί η υπόλοιπη αγορά·
Θ. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων δείχνουν ότι οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι μειώνουν τον κίνδυνο και την ανασφάλεια των αντισυμβαλλομένων και αποτρέπουν τη μετάδοση·
Ι. λαμβάνοντας υπόψη ότι ο κανονισμός EMIR δεν αντιμετωπίζει πλήρως τους κινδύνους που προκύπτουν εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος αξιολογήσει λανθασμένα τις απαιτήσεις περιθωρίου ασφαλείας για μια ολόκληρη κατηγορία προϊόντων·
ΙΑ. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι έχουν κίνητρο να εφαρμόζουν χαμηλότερα περιθώρια ασφαλείας, ιδίως κατά την εισαγωγή νέων κατηγοριών προϊόντων ή περιουσιακών στοιχείων, με σκοπό να προσελκύσουν πελάτες· λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν έχει ακόμη αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα των κεφαλαίων εκκαθάρισης που διαχωρίζονται ανά κατηγορία προϊόντων ή περιουσιακών στοιχείων·
ΙΒ. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι κίνδυνοι της συνεκτίμησης περιθωρίων ασφαλείας συσχετιζόμενων προϊόντων (καθορισμός περιθωρίου βάσει χαρτοφυλακίου) μέσω κλειστής διάρθρωσης περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο του κεφαλαίου εκκαθάρισης ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου δεν έχουν εξακριβωθεί, οπότε, αν και η μείωση των απαιτήσεων ασφαλείας βραχυπρόθεσμα ενδέχεται να μειώσει το κόστος, η χρησιμοποίηση της συνεκτίμησης περιθωρίων ασφαλείας συσχετιζόμενων προϊόντων δεν πρέπει να θέτει σε αμφισβήτηση την ικανότητα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου για ενδεδειγμένη διαχείριση κινδύνου, ενώ πρέπει να αναγνωρίζονται οι περιορισμοί των αναλύσεων σχετικά με τις δυνητικές ζημίες·
ΙΓ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ένα από τα βασικά οφέλη που αποκομίζουν οι πελάτες από το εκκαθαριστικό μέλος έγκειται στην παροχή ενός τείχους προστασίας έναντι του κινδύνου αντισυμβαλλομένου, σε σχέση τόσο με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο όσο και με άλλα εκκαθαριστικά μέλη·
ΙΔ. λαμβάνοντας υπόψη ότι τα διεθνή ΚΑΤ (ΔΚΑΤ) της ΕΕ είναι ιδρύματα συστημικής βαρύτητας και διεθνούς κύρους που λειτουργούν ως διαμεσολαβητές στην αγορά ευρωομολόγων και επί του παρόντος λειτουργούν με άδειες τραπεζικού ιδρύματος·
ΙΕ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η κεντρική εκκαθάριση έχει αυξήσει την ανάγκη για διαχείριση των ασφαλειών και των σχετικών υπηρεσιών, που επί του παρόντος εκτελούν τα ΚΑΤ και οι τράπεζες θεματοφυλακής·
ΙΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η επικείμενη θέσπιση του Target2Securities έχει ωθήσει τα ΚΑΤ να διερευνήσουν νέες υπηρεσίες·
ΙΖ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, εάν δεν εφαρμοστεί η νομοθεσία σχετικά με τις κινητές αξίες, τα καθιερωμένα καθεστώτα περί αφερεγγυότητας δεν αρκούν για να παράσχουν ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο για τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων του πελάτη σε περίπτωση χρεωκοπίας ενός ΚΑΤ·
ΙΗ. λαμβάνοντας υπόψη ότι τον Ιούλιο 2013 η Διεθνής Ένωση Ασφαλιστικών Εποπτών (IAIS) δημοσίευσε έκθεση σχετικά με τα παγκοσμίως συστημικά ασφαλιστικά ιδρύματα και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, παρόλο που το παραδοσιακό επιχειρηματικό μοντέλο ασφάλισης αποδείχθηκε πολύ λιγότερο ευάλωτο στις χρηματοοικονομικές κρίσεις σε σύγκριση με το τραπεζικό μοντέλο, ωστόσο οι μεγάλοι και άκρως διασυνδεδεμένοι διασυνοριακοί ασφαλιστές, ιδίως εκείνοι που έχουν σημαντικές δραστηριότητες εκτός από την παραδοσιακή αναδοχή, όπως οι εγγυήσεις πιστώσεων και επενδύσεων, μπορούν να αποτελέσουν σημαντικό συστημικό κίνδυνο· λαμβάνοντας υπόψη, με βάση τη μέθοδο εκτίμησης της IAIS, ότι το FSB έχει εντοπίσει εννέα μεγάλους ασφαλιστές τους οποίους θεωρεί συστημικούς, πέντε εκ των οποίων έχουν την έδρα τους στην Ένωση·
ΙΘ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, ενώ ο συστημικός κίνδυνος που προκύπτει από τη χρεωκοπία ενός διαχειριστή περιουσιακών στοιχείων δεν είναι τόσο μεγάλος όσο για τις καίριας σημασίας υποδομές της αγοράς, καθώς τα επιχειρηματικά μοντέλα των διαχειριστών περιουσιακών στοιχείων εξελίσσονται θα ήταν δυνατόν να καταστούν συστημικώς σημαντικότερα – ένας παράγοντας τον οποίο το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (FSB) έχει εξετάσει κατά τη διάρκεια των εργασιών του σχετικά με το σκιώδες τραπεζικό σύστημα·
1. καλεί την Επιτροπή να δώσει προτεραιότητα στην ανάκαμψη και την εξυγίανση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και όσων ΚΑΤ βρίσκονται εκτεθειμένα σε πιστωτικό κίνδυνο, και, όταν εξετάζει κατά πόσον αρμόζει να αναπτυχθεί παρόμοια νομοθεσία για άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, να διαχωρίζει με κατάλληλο τρόπο το είδος τους, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη εκείνα που έχουν τη δυνατότητα να εκθέσουν την οικονομία σε συστημικούς κινδύνους·
2. τονίζει πόσο σημαντικό είναι για τη νομοθεσία της ΕΕ να ακολουθεί διεθνώς συμφωνημένες αρχές, όπως έχουν συμφωνηθεί στη CPSS-IOSCO, στο FSB και στην IAIS·
3. τονίζει τη σημασία της ύπαρξης σαφών διατάξεων για μια «κλίμακα παρεμβάσεων» σε όλα τα μέτρα ανάκαμψης που αφορούν μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, διατάξεων στο πλαίσιο των οποίων οι αρμόδιες αρχές παρακολουθούν κατάλληλα σχεδιασμένους δείκτες χρηματοοικονομικής υγείας και εξουσιοδοτούνται να παρεμβαίνουν σε πρώιμο στάδιο σε περιπτώσεις χρηματοοικονομικών δυσχερειών μιας οντότητας και να απαιτούν να λάβει διορθωτικά μέτρα σύμφωνα με ένα προεγκεκριμένο σχέδιο ανάκαμψης, προκειμένου να αποτραπεί η δυνητικά αποδιοργανωτική έσχατη λύση να τεθεί η εν λόγω οντότητα σε διαδικασία εξυγίανσης·
4. πιστεύει ότι τα ίδια τα μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει να εκπονήσουν ολοκληρωμένα και ουσιαστικά σχέδια ανάκαμψης, τα οποία να προσδιορίζουν κρίσιμες λειτουργίες και υπηρεσίες και να αναπτύσσουν στρατηγικές και μέτρα που είναι αναγκαία για να διασφαλιστεί η συνέχιση κρίσιμων λειτουργιών και υπηρεσιών, καθώς και ότι τα εν λόγω σχέδια ανάκαμψης πρέπει να εξετάζονται από την αρμόδια εποπτική αρχή· θεωρεί ότι η εποπτική αρχή πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ζητά αλλαγές στο σχέδιο ανάκαμψης και πρέπει να καθοδηγεί και να διαβουλεύεται με την αρχή εξυγίανσης, η οποία, εάν οι δύο αυτές αρχές δεν συμπίπτουν, μπορεί να προβαίνει σε συστάσεις προς την εποπτική αρχή·
5. θεωρεί ότι οι εποπτικές αρχές πρέπει να διαθέτουν την εξουσία να παρεμβαίνουν για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και να ζητούν την εφαρμογή τμημάτων των σχεδίων ανάκαμψης τα οποία δεν έχουν ακόμα τεθεί σε εφαρμογή ή να λαμβάνουν άλλα μέτρα, εφόσον κρίνεται αναγκαίο· οι αρχές πρέπει, ωστόσο, να γνωρίζουν τον κίνδυνο δημιουργίας αβεβαιότητας στην αγορά, σε συνθήκες που είναι ήδη δυσχερείς·
6. θεωρεί ότι οι αρχές εξυγίανσης και εποπτείας κάθε χώρας πρέπει να καταβάλλουν προσπάθειες για συνεργασία και αμοιβαία ενημέρωση·
7. πιστεύει ότι, στην περίπτωση ομίλων που περιλαμβάνουν οντότητες υποκείμενες σε διαφορετικές έννομες τάξεις, πρέπει να συμφωνείται μεταξύ των διαφορετικών αρχών εξυγίανσης ένα σχέδιο εξυγίανσης ομίλου· τα σχέδια αυτά πρέπει να βασίζονται στην προϋπόθεση της συνεργασίας μεταξύ των αρχών διαφορετικών χωρών·
8. πιστεύει ότι τα μέτρα εξυγίανσης πρέπει να κάνουν διάκριση ανάμεσα στις διάφορες υπηρεσίες και δραστηριότητες που εξουσιοδοτείται να παρέχει ή να εκτελεί το εν λόγω ίδρυμα υποδομών των χρηματοπιστωτικών αγορών·
9. τονίζει ότι είναι αναγκαίο να αποφεύγονται οιεσδήποτε συγκρούσεις μεταξύ των σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης και της ισχύουσας νομοθεσίας, ιδίως της οδηγίας για τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας (FCAD) και του κανονισμού για τις υποδομές των ευρωπαϊκών αγορών (EMIR), δεδομένου ότι τέτοιες συγκρούσεις θα ήταν δυνατόν να περιορίσουν την αποτελεσματικότητα των αρμοδιοτήτων ανάκαμψης και εξυγίανσης για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων·
10. στο πλαίσιο της εκτίμησης της καταλληλότητας ορισμένων καθεστώτων εξυγίανσης για τις υποδομές της αγοράς, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τις σκιώδεις τραπεζικές οντότητες, υπογραμμίζει την επείγουσα ανάγκη να αναπτυχθούν εργαλεία για αποτελεσματικό βραχυπρόθεσμο έλεγχο του όγκου και της ροής του χρηματοοικονομικού κινδύνου εντός και εκατέρωθεν των εταιρικών, τομεακών και εθνικών συνόρων της Ένωσης, καθώς και ανάμεσα στην Ένωση και άλλες περιοχές του κόσμου· προτρέπει την Επιτροπή να μεριμνήσει ώστε τα σχετικά στοιχεία, που παρέχονται στο πλαίσιο της νομοθεσίας για τον τραπεζικό τομέα, τον ασφαλιστικό τομέα και τις υποδομές των αγορών, να χρησιμοποιούνται αποτελεσματικά για τον σκοπό αυτό από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ESRB), τις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές (ESA) και άλλες αρμόδιες αρχές·
Κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι
11. καλεί την Επιτροπή να διασφαλίσει ότι οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι διαθέτουν μια στρατηγική διαχείρισης αθέτησης υποχρέωσης για όλα τα προϊόντα που εκκαθαρίζονται από τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους ως μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου ανάκαμψης που έχει εγκριθεί από την εποπτική αρχή, με ιδιαίτερη έμφαση στα προϊόντα εκείνα για τα οποία δίδεται εντολή για κεντρική εκκαθάριση, καθώς σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχουν μεγαλύτερες πιθανότητες συγκέντρωσης κινδύνου·
12. υπογραμμίζει τη σημασία του ελέγχου των κινδύνων εκείνων για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους οι οποίοι προκύπτουν από τη συγκέντρωση εκκαθαριστικών μελών, και καλεί τις εποπτικές αρχές να ενημερώνουν την ΕΑΤ για τα 10 μεγαλύτερα εκκαθαριστικά μέλη κάθε κεντρικού αντισυμβαλλομένου, προκειμένου να μπορούν να ελέγχονται και να αξιολογούνται κεντρικά κίνδυνοι όπως οι διασυνδέσεις, η μετάδοση και το ενδεχόμενο ταυτόχρονης χρεωκοπίας περισσότερων του ενός κεντρικών αντισυμβαλλομένων ·
13. καλεί την Επιτροπή να αναπτύξει εργαλεία για τη μέτρηση του ενδοημερήσιου κινδύνου των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, να διασφαλίσει ότι τα ενδοημερήσια υπόλοιπα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου στις εμπορικές τράπεζες για τις υπηρεσίες διαχείρισης λογαριασμού και πληρωμών δεν υπερβαίνουν τα προκαθορισμένα όρια, κάτι που ενδεχομένως θα απειλούσε τη λειτουργία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων·
14. πιστεύει ότι, για να διατηρηθούν τα κίνητρα για υγιή διακυβέρνηση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, πρέπει να γίνονται σεβαστές οι γραμμές άμυνας σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης όπως ορίζονται στον κανονισμό EMIR, κατά τρόπο ώστε οι προχρηματοδοτούμενοι χρηματοοικονομικοί ίδιοι πόροι των κεντρικών αντισυμβαλλομένων να χρησιμοποιούνται πριν από τις εισφορές που καταβάλλουν τα μη υπερήμερα μέλη στο κεφάλαιο εκκαθάρισης·
15. ζητεί από την Επιτροπή να διασφαλίσει ότι οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι ενεργούν προς το γενικό δημόσιο συμφέρον και υιοθετούν τις επιχειρηματικές τους στρατηγικές αναλόγως, προκειμένου να μειωθεί σημαντικά η πιθανότητα ενεργοποίησης σεναρίων ανάκαμψης και εξυγίανσης·
16. καλεί την Επιτροπή να αναγνωρίσει ότι, παρ’ όλο που στόχος της κλειστής διάρθρωσης των κατηγοριών περιουσιακών στοιχείων στο κεφάλαιο εκκαθάρισης ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου είναι ο περιορισμός της μετάδοσης, δεν καθίσταται σαφές εάν αυτό επαρκεί πρακτικά για την πρόληψη της εν λόγω μετάδοσης, δεδομένου ότι τα εμπορικά κίνητρα που συνδέονται με τη συνεκτίμηση περιθωρίων ασφάλισης μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο εντός του συστήματος· καλεί την Επιτροπή να προτείνει επιπλέον μέτρα για την ελαχιστοποίηση του εν λόγω κινδύνου μετάδοσης·
17. καλεί την Επιτροπή να διασφαλίσει ότι θεσπίζονται υγιείς αρχές που διέπουν τις συμβατικές ρυθμίσεις μεταξύ του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και των εκκαθαριστικών μελών του, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο τα εκκαθαριστικά μέλη μετακυλίουν τις ζημίες στους πελάτες τους, κατά τρόπο ώστε το κεφάλαιο εκκαθάρισης του εκκαθαριστικού μέλους να πρέπει να εξαντληθεί προτού μετακυλισθούν στον πελάτη τυχόν ζημίες από το εκκαθαριστικό μέλος, ως μέρος μιας διαφανούς διαδικασίας καταμερισμού των ζημιών·
18. θεωρεί ότι οι τυχόν συμβατικές ρυθμίσεις μεταξύ ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου και των εκκαθαριστικών μελών του πρέπει να κάνουν διάκριση ανάμεσα σε ζημίες που προκύπτουν από ένα υπερήμερο μέλος και ζημίες που οφείλονται σε άλλους λόγους, όπως, για παράδειγμα, ζημίες που προέκυψαν ως αποτέλεσμα κακών επενδυτικών επιλογών εκ μέρους του κεντρικού αντισυμβαλλομένου· καλεί την Επιτροπή να διασφαλίσει ότι η επιτροπή κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ενημερώνεται πλήρως για τις επενδύσεις του, προκειμένου να ασκείται η κατάλληλη επίβλεψη· πιστεύει ότι εργαλεία ανάκαμψης όπως η αναστολή της καταβολής μερισμάτων, η καταβολή μεταβλητών αποδοχών ή η εθελούσια αναδιάρθρωση του παθητικού μέσω της κεφαλαιοποίησης χρέους πρέπει να θεωρούνται ως τα πλέον κατάλληλα εργαλεία για τις εν λόγω περιστάσεις·
19. κρίνει ότι όλοι οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι πρέπει να εφαρμόζουν ολοκληρωμένες ρυθμίσεις ανάκαμψης, οι οποίες παρέχουν προστασία πέρα και πάνω από τα κεφάλαια και τους πόρους που απαιτεί ο EMIR· τα εν λόγω σχέδια ανάκαμψης πρέπει να παρέχουν προστασία σε όλες τις προβλέψιμες περιστάσεις, καθώς επίσης να περιλαμβάνονται στους κανόνες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και να δημοσιεύονται ως μέρος τους·
20. υποστηρίζει ότι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ ανάκαμψης και εξυγίανσης στην περίπτωση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων τίθεται όταν έχουν εξαντληθεί οι γραμμές άμυνας σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης και έχει συρρικνωθεί η ικανότητα απορρόφησης ζημιών εκ μέρους του κεντρικού αντισυμβαλλομένου· πιστεύει ότι στην περίπτωση αυτή η εποπτική αρχή πρέπει να εξετάσει διεξοδικά το ενδεχόμενο απομάκρυνσης του ανώτατου εκτελεστικού οργάνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, καθώς και το ενδεχόμενο μεταφοράς κρίσιμων υπηρεσιών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή της παράδοσης του επιχειρησιακού ελέγχου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε άλλο πάροχο· θεωρεί ότι οι αρχές εξυγίανσης πρέπει να έχουν ένα απαραίτητο περιθώριο εκτίμησης της κατάστασης, καθώς και κάποιο περιθώριο χειρισμών, και να αιτιολογούν τις αποφάσεις τους·
21. θεωρεί ότι οι αρχές εξυγίανσης, κατά την άσκηση αυτής της διακριτικής ευχέρειας, πρέπει να εφαρμόζουν τα ακόλουθα σαφώς καθορισμένα κριτήρια:
(i) όταν η βιωσιμότητα των υποδομών τής εν λόγω χρηματοπιστωτικής αγοράς διατρέχει ή πρόκειται να διατρέξει σοβαρό κίνδυνο λόγω αδυναμίας τήρησης των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας που ισχύουν στην περίπτωσή τους,
(ii) όταν δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική δυνατότητα από την υπαγωγή σε καθεστώς εξυγίανσης προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κατάσταση με αποτελεσματικό τρόπο και χωρίς επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος,
(iii) όταν ένα μέτρο εξυγίανσης καθίσταται αναγκαίο για λόγους δημοσίου συμφέροντος, στον βαθμό που καθιστά δυνατή την επίτευξη ενός ή περισσότερων στόχων της εξυγίανσης με τη βοήθεια μη δυσανάλογων μέσων·
22. τονίζει την ανάγκη να αντιμετωπιστεί η «συνέχεια των υπηρεσιών» ως βασικός στόχος εξυγίανσης·
23. επισημαίνει ότι τυχόν συμμετοχή των εκκαθαριστικών μελών στον καταμερισμό των ζημιών πριν από την απομάκρυνση του ανώτατου εκτελεστικού οργάνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου δεν πρέπει να περιλαμβάνει τα χρήματα ή τα περιουσιακά στοιχεία των άμεσων ή έμμεσων πελατών, ενώ η αρχή εξυγίανσης, από τη στιγμή που καθίσταται αρμόδια, μπορεί να χρησιμοποιήσει εργαλεία εξυγίανσης για τον καταμερισμό των ζημιών, όπως περικοπές του περιθωρίου διαφορών αποτίμησης ή αναπλήρωση του κεφαλαίου εκκαθάρισης από τα μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη, ακολουθώντας όσο το δυνατόν πιστότερα το σχέδιο εξυγίανσης·
24. πιστεύει ότι, εάν η αρχή εξυγίανσης είχε τη δυνατότητα να αναστείλει τα δικαιώματα πρώιμης καταγγελίας, πράγμα που θα συνεπαγόταν παύση της λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου για ανώτατο διάστημα δύο ημερών, αυτό θα επέτρεπε στην αγορά να προβεί σε κατάλληλη επανατιμολόγηση των συμβάσεων, επιτρέποντας με αυτόν τον τρόπο μια ομαλότερη διάχυση του κινδύνου· η διαθεσιμότητα και η άσκηση μιας τέτοιας αρμοδιότητας πρέπει να εξεταστεί προσεκτικά, ώστε να εξαρτάται, τουλάχιστον, από το αν η αρχή εξυγίανσης εκτιμά ότι η επιβολή αναστολής είναι αναγκαία προς όφελος της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, σχετίζεται με τους στόχους της εξυγίανσης, αλληλεπιδρά με τα σχετικά τραπεζικά ή άλλα καθεστώτα εξυγίανσης που εφαρμόζονται στα εκκαθαριστικά μέλη, στη διαχείριση αθέτησης υποχρέωσης και κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και στον αντίκτυπο σε καθεμία από τις αγορές του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, στους εκκαθαριστικούς συντελεστές και στις χρηματοπιστωτικές αγορές εν γένει· αυτό θα συνοδευόταν αναγκαστικά από την εξουσία άρσης της υποχρέωσης εκκαθάρισης, ως έσχατη λύση, αφού έχει τουλάχιστον εξεταστεί κατά πόσον κάποιος άλλος κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να παράσχει την εκκαθάριση βραχυπρόθεσμα·
25. αναγνωρίζει ότι οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι έχουν εκκαθαριστικά μέλη από μεγάλο αριθμό χωρών· θεωρεί, επομένως, ότι ένα πλαίσιο εξυγίανσης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων κρίνεται αποτελεσματικό όταν είναι αποτελεσματικό σε όλες τις εμπλεκόμενες έννομες τάξεις· πιστεύει, συνεπώς, ότι τα εθνικά καθεστώτα περί αφερεγγυότητας πρέπει να ενημερώνονται ώστε να προσαρμόζονται στο νέο ευρωπαϊκό καθεστώς εξυγίανσης·
26. θεωρεί ότι οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι που διαθέτουν άδεια τραπεζικού ιδρύματος πρέπει να υπόκεινται σε καθεστώς κεντρικών αντισυμβαλλομένων και όχι στο προτεινόμενο καθεστώς τραπεζικής ανάκαμψης και εξυγίανσης που προβλέπει η οδηγία για την ανάκαμψη και την εξυγίανση τραπεζών (BRR)· υπό αυτή την έννοια, προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία το γεγονός ότι το προτεινόμενο καθεστώς για τις τράπεζες απαιτεί από αυτές να κατέχουν ένα συνολικό ποσό χρέους το οποίο να μπορεί να διασωθεί με ίδια μέσα (bail-in)· πιστεύει ότι μια τέτοια αρμοδιότητα δεν ενδείκνυται για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που διαθέτουν άδεια τραπεζικού ιδρύματος, επειδή δεν έχουν την τάση να εκδίδουν τέτοια χρεόγραφα·
Κεντρικά αποθετήρια τίτλων (ΚΑΤ)
27. επισημαίνει ότι αποτελεί ευθύνη του ΚΑΤ να διασφαλίσει ότι το σχέδιο ανάκαμψης που ακολουθεί προβλέπει ξεκάθαρα τη λειτουργική συνέχεια σε εύλογα σενάρια κρίσης ώστε, ακόμη και εάν άλλα μέρη της επιχειρηματικής του δραστηριότητας του εκποιηθούν, οι κύριες υπηρεσίες του όσον αφορά την εκκαθάριση καθώς και οι υπόλοιπες βασικές του υπηρεσίες μπορούν να συνεχίσουν να εκτελούνται από το ΚΑΤ ή από υφιστάμενο τρίτο πάροχο, όπως προβλέπει ο κανονισμός για τα ΚΑΤ·
28. σε περίπτωση που δεν επίκειται θέσπιση χωριστής νομοθετικής πρότασης, ζητεί να συμπεριληφθεί στον κανονισμό για τα ΚΑΤ η απαίτηση να διασφαλίζουν οι αρμόδιες εθνικές αρχές τη θέσπιση ενδεδειγμένων σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα του FSB και της CPSS-IOSCO, για όλα τα ΚΑΤ, συμπεριλαμβανομένων αναφορών στα άρθρα της οδηγίας BRR τα οποία πρέπει να εφαρμόζονται σε όσα ΚΑΤ λειτουργούν με άδεια τραπεζικού ιδρύματος·
29. καλεί τα κράτη μέλη, ελλείψει νομοθεσίας σχετικά με τις κινητές αξίες, να αναπτύξουν και να συντονίσουν τα υφιστάμενα ειδικά διαχειριστικά καθεστώτα τους για τα ΚΑΤ προκειμένου να βελτιώσουν την ασφάλεια όσον αφορά τον τρόπο διατήρησης της λειτουργικής συνέχειας σε περίοδο κρίσης, διασφαλίζοντας ειδικότερα την πρόσβαση στα μητρώα, στα αρχεία ή στους λογαριασμούς των ΚΑΤ ώστε η αρχή εξυγίανσης ή η αρμόδια εθνική αρχή να μπορεί εύκολα να διαπιστώσει την ταυτότητα των κατόχων περιουσιακών στοιχείων·
30. καλεί την Επιτροπή να διασφαλίσει ότι η πρόταση για ένα πλαίσιο ανάκαμψης και εξυγίανσης των ΚΑΤ διασφαλίζει –όσο είναι δυνατόν– τη συνέχεια των ΚΑΤ κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ανάκαμψης και της εξυγίανσης·
31. καλεί την Επιτροπή να διασφαλίσει ότι η πρόταση για ένα πλαίσιο ανάκαμψης και εξυγίανσης των ΚΑΤ διασφαλίζει τη συνέχεια του νομοθετικού περιβάλλοντος των ΚΑΤ, ιδίως μέσα από την τήρηση της οδηγίας σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών, τις ρυθμίσεις για παράδοση έναντι πληρωμής, τη λειτουργία όλων των συνδέσμων ΚΑΤ και τις συμβάσεις με τους κρίσιμης σημασίας παρόχους υπηρεσιών κατά τη διάρκεια της ανάκαμψης και της εξυγίανσης·
Ασφαλιστικές επιχειρήσεις
32. επισημαίνει ότι στην ΕΕ υφίσταται μακροχρόνια προληπτική ρύθμιση του τομέα των ασφαλίσεων· τονίζει τη σημασία μιας συνεπούς και συγκλίνουσας προσέγγισης από τα κράτη μέλη για την εφαρμογή της οδηγίας «Φερεγγυότητα II» εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, όπως ορίζεται στην οδηγία «Omnibus II»· ζητεί την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για την οδηγία «Omnibus II», ώστε τα επίπεδα δύο και τρία της οδηγίας «Φερεγγυότητα II» να οριστικοποιηθούν εγκαίρως, διατηρώντας έτσι στο ελάχιστο την πιθανότητα παρέμβασης εκ μέρους των αρχών εξυγίανσης·
33. καλεί την Επιτροπή να λάβει δεόντως υπόψη τις εργασίες της IAIS σχετικά με την ανάκαμψη και την εξυγίανση των ασφαλιστών και να τις εξετάσει στο πλαίσιο του επιπέδου δύο της οδηγίας «Φερεγγυότητα ΙΙ», της νομοθεσίας για τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και της οδηγίας για την ασφαλιστική διαμεσολάβηση, καθώς επίσης να συνεργαστεί με διεθνείς εταίρους ώστε να τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα που καθόρισε το FSB για την εφαρμογή των συστάσεων πολιτικής, συμπεριλαμβανομένης της απαίτησης να διαθέτουν οι συστημικοί ασφαλιστές σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης καθώς και εκτιμήσεις για τη δυνατότητα εξυγίανσης, της ενισχυμένης εποπτείας σε επίπεδο ομίλου και των απαιτήσεων για μεγαλύτερη δυνατότητα απορρόφησης ζημιών· αναγνωρίζει ότι ο μακροπρόθεσμος χαρακτήρας των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, οι διαφορετικές χρονικές κλίμακες, οι μεγάλες περίοδοι φυσιολογικής λήξης των εκκρεμοτήτων και ο επιχειρηματικός χαρακτήρας του ασφαλιστικού τομέα σε σύγκριση με τον τραπεζικό, μαζί με τα εργαλεία που διαθέτουν οι ρυθμιστικές αρχές, ήδη συντείνουν σε αποτελεσματικές πρακτικές εξυγίανσης· πιστεύει ότι, ως εκ τούτου, πρέπει να δοθεί έμφαση στην ανάκαμψη·
34. αποδοκιμάζει το γεγονός ότι το FSB και η IAIS έχουν αναβάλει, έως τον Ιούλιο του 2014, τη δημοσίευση κατευθυντήριων γραμμών για την αξιολόγηση της συστημικής κατάστασης και των συστάσεων πολιτικής για τους αντασφαλιστές· καλεί την Επιτροπή να εξετάσει προσεκτικά τον συστημικό κίνδυνο που θέτουν οι αντασφαλιστές, ιδίως όσον αφορά τον κεντρικό τους ρόλο στη διαχείριση του ασφαλιστικού κινδύνου, τον υψηλό βαθμό αλληλεπίδρασής τους και τη μικρή δυνατότητα υποκατάστασής τους·
Διαχείριση περιουσιακών στοιχείων
35. καλεί την Επιτροπή να αξιολογήσει προσεκτικά εάν κάποιοι διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων θα έπρεπε να προσδιοριστούν ως συστημικά σημαντικοί, λαμβάνοντας υπόψη το πεδίο των δραστηριοτήτων τους και κάνοντας χρήση ενός ολοκληρωμένου συνόλου δεικτών όπως: το μέγεθος, το επιχειρηματικό τους μοντέλο, το προφίλ κινδύνου, η αξιοπιστία, το κατά πόσον διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, το κατά πόσον υπόκεινται σε απαιτήσεις σχετικά με τον διαχωρισμό των περιουσιακών στοιχείων των πελατών τους, καθώς και άλλους σχετικούς παράγοντες·
36. σημειώνει ότι τα περιουσιακά στοιχεία του πελάτη διαχωρίζονται και περνούν στην κατοχή θεματοφυλάκων και ότι, συνεπώς, η δυνατότητα μεταφοράς των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων σε άλλον διαχειριστή περιουσιακών στοιχείων αποτελεί ουσιαστική διασφάλιση·
37. θεωρεί ότι ένα αποτελεσματικό καθεστώς σχετικά με τις κινητές αξίες μπορεί ενδεχομένως να μετριάσει πολλά από τα ζητήματα που προκύπτουν σε περίπτωση πτώχευσης ενός μεγάλου διασυνοριακού διαχειριστή περιουσιακών στοιχείων·
Συστήματα πληρωμών
38. καλεί την Επιτροπή να συνεργαστεί με τους αρμόδιους διεθνείς εποπτικούς φορείς και αρχές του χρηματοπιστωτικού τομέα προκειμένου να εντοπίσει τυχόν αδυναμίες στα συστημικώς σημαντικά συστήματα πληρωμών παγκόσμιας εμβέλειας και στις ισχύουσες ρυθμίσεις για τη διασφάλιση της συνέχειας των υπηρεσιών σε περίπτωση πτώχευσης·
39. πιστεύει ότι, εφόσον τα συστήματα πληρωμών βρίσκονται στο επίκεντρο όλων των μεταφορών χρημάτων, είναι σαφές ότι μια διατάραξη της αγοράς στο πλαίσιο ενός τέτοιου συστήματος θα έχει σημαντικές δευτερογενείς επιπτώσεις σε άλλους παράγοντες των χρηματοπιστωτικών αγορών· επισημαίνει ότι, το 1998, η οδηγία σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών αποσκοπεί ήδη στην άμβλυνση των δυνητικών κινδύνων στα συστήματα πληρωμών, όμως δεν υπεισέρχεται επαρκώς στους τομείς της ανάκαμψης και της εξυγίανσης, και ότι πρέπει, επομένως, να προβλεφθούν ειδικές διατάξεις προκειμένου τα συστήματα πληρωμών να είναι σε θέση να αντιδρούν επαρκώς σε αντίξοες συνθήκες·
40. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.
- [1] http://www.financialstabilityboard.org/publications/r_130718.pdf
- [2] EE L 201, 27.7.2012, σ. 1-59.
- [3] A7-0196/2013.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Η χρηματοπιστωτική κρίση καταδεικνύει την αλληλοσύνδεση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος όταν η αποτυχία στις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου στο πλαίσιο οποιουδήποτε μεγάλου παράγοντα της αγοράς έχει τη δυνατότητα να εξαπλωθεί μέσω του φαινομένου μετάδοσης. Ως μέρος των παγκόσμιων προσπαθειών για να καταστεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα πιο ανθεκτικό, κρίνεται απαραίτητο όλοι οι συντελεστές της αγοράς να κατανοήσουν καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο οι επιχειρήσεις τους θα λειτουργούν ή θα εκκαθαριστούν με συντεταγμένο τρόπο σε ακραίες περιστάσεις πίεσης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, κατά τη διάρκεια των αναταραχών λόγω της πρόσφατης χρηματοπιστωτικής κρίσης, δεν πτώχευσε ή δεν χρειάστηκε να υποβληθεί σε εξυγίανση κανένα από τα τμήματα των μη πιστωτικών υποδομών αγοράς καίριας σημασίας. Ωστόσο, οι νέες παγκόσμιες δεσμεύσεις για τη μετακίνηση των προϊόντων διμερούς αγοραπωλησίας σε πολυμερείς υποδομές αγοράς, ειδικότερα, με τη συγκέντρωση θέσεων και κινδύνων μέσω της κεντρικής εκκαθάρισης των συναλλαγών, δημιουργούν περισσότερες πιέσεις στα εν λόγω ιδρύματα. Οι διαχειριστές των υποδομών αγοράς καίριας σημασίας πρέπει να επιδείξουν ισχυρές ικανότητες ορθής διακυβέρνησης και διαχείρισης κινδύνων προς όφελος του συστήματος στο σύνολό του.
Στις διαβουλεύσεις της CPSS IOSCO σχετικά με την ανάκαμψη και την εξυγίανση των υποδομών χρηματοπιστωτικών αγορών αναγνωρίζεται η εν λόγω ανάγκη και μια νέα δέσμη αρχών πρόκειται να εφαρμοστεί προκειμένου να συμπληρώσει τα «βασικά χαρακτηριστικά για αποτελεσματικά καθεστώτα εξυγίανσης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων» του FSB, καθώς και να συμπληρώσει και να επεκτείνει τις προηγούμενες εργασίες της IOSCO σχετικά με τις «αρχές για την υποδομή της χρηματοπιστωτικής αγοράς».
Παρότι εντός της ΕΕ προσδοκάται ότι ο κανονισμός EMIR, η οδηγία MiFID και ο κανονισμός για τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων (ΚΑΤ) θα βελτιώσουν την ασφάλεια και τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, κρίνεται απαραίτητο να γίνουν αποδεκτοί οι περιορισμοί της νομοθεσίας και η πιθανότητα ύπαρξης ακούσιων συνεπειών, καθώς σημαντικοί κίνδυνοι μεταφέρονται από μεμονωμένους συντελεστές της αγοράς σε ομαδοποιημένους κεντρικούς κόμβους.
Η παρούσα έκθεση επικεντρώνεται συγκεκριμένα στους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και στα ΚΑΤ ως βασικές υποδομές αγοράς καίριας σημασίας οι οποίες απαιτούν κατά προτεραιότητα στιβαρούς κανόνες ανάκαμψης και εξυγίανσης. Στην έκθεση αναγνωρίζεται επίσης ότι υπάρχουν και πολλές άλλες οντότητες που συγκαταλέγονται στα μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, των διαχειριστών περιουσιακών στοιχείων και των συστημάτων πληρωμών. Ωστόσο, οι διεθνείς εργασίες στους εν λόγω τομείς είτε δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί είτε αναμένεται να πραγματοποιηθούν περαιτέρω συζητήσεις και αξιολογήσεις εν προκειμένω.
Κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι (CCP)
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παρεμβάλλεται μεταξύ δύο αντισυμβαλλομένων προκειμένου να παρέχει τον τρόπο διαχείρισης του κινδύνου αθέτησης ενός αντισυμβαλλομένου. Ο κανονισμός EMIR απαιτεί ήδη από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να είναι αρκούντως ανθεκτικός ώστε να επιβιώσει σε περίπτωση πτώχευσης των δύο μεγαλύτερων εκκαθαριστικών μελών του και να χρησιμοποιεί εργαλεία ανάκαμψης, όπως για παράδειγμα, τις απαιτούμενες γραμμές άμυνας σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης προκειμένου να προκαθορίζεται η ιεραρχία των ζημιών εντός του κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε περίπτωση πτώχευσης ενός εκκαθαριστικού μέλους.
Η ορθή διακυβέρνηση σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος σκοπεύει να καταστήσει αμοιβαίο τον κίνδυνο στο χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι πρωταρχικής σημασίας, ενώ παράλληλα πρέπει να διασφαλισθεί μέσω ενός πλαισίου ανάκαμψης ότι παρέχονται ορθά κίνητρα τόσο για τα εκκαθαριστικά μέλη που καταβάλουν εισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης όσο και για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο μέσω των ίδιων εισφορών του. Η χρήση εργαλείων ανάκαμψης πέραν εκείνων που απαιτούνται στον κανονισμό EMIR ενδέχεται να αναδεικνύει αποτυχία στη διακυβέρνηση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και δεν πρέπει να θεωρείται μέρος των κανονικών λειτουργιών.
Σε περίπτωση πτώχευσης ενός εκκαθαριστικού μέλους του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ο κανονισμός EMIR προβλέπει γραμμές άμυνας σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης για τον τρόπο διαχείρισης των ζημιών χρησιμοποιώντας αρχικά τις απαιτήσεις περιθωρίου του υπερήμερου μέλους. Το επόμενο στάδιο απαιτεί τη χρήση των εισφορών του υπερήμερου μέλους στο κεφάλαιο εκκαθάρισης για την κάλυψη περαιτέρω ζημιών. Εάν αυτές έχουν εξαντληθεί, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διαθέτει ειδικούς ίδιους πόρους τους οποίους πρέπει να χρησιμοποιήσει προτού χρησιμοποιήσει τις εισφορές των μη υπερήμερων μελών στα κεφάλαιο εκκαθάρισης.
Παρότι ο κανονισμός EMIR δεν το απαιτεί στο πλαίσιο των γραμμών άμυνας σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δύναται να ρευστοποιήσει τις θέσεις ενός υπερήμερου μέλους στην ανοικτή αγορά. Εναλλακτικά, σε ακραίες συνθήκες της αγοράς, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να διοργανώσει δημοπρασίες στις οποίες άλλα εκκαθαριστικά μέλη μπορούν να αγοράσουν τις θέσεις του υπερήμερου μέλους. Η δημοπρασία θεωρείται ότι έχει αποτύχει όταν κανένα εκκαθαριστικό μέλος δεν προτίθεται ή δεν είναι σε θέση να αγοράσει τις θέσεις του υπερήμερου εκκαθαριστικού μέλους στην τιμή που μπορεί να καταβάλει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος.
Γραμμές άμυνας σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης στον κανονισμό EMIR – άρθρο 45
Περιθώριο διαφορών αποτίμησης
Αρχικό περιθώριο ασφαλείας (υπερήμερο μέλος)
Εισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης (υπερήμερο μέλος)
Ίδιοι πόροι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου
Εισφορές μη υπερήμερων μελών στο κεφάλαιο εκκαθάρισης
Ειδικότερα, ακόμη και κατά τη διάρκεια της πρόσφατης περιόδου άσκησης πιέσεων στην αγορά κανένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος της ΕΕ δεν χρησιμοποίησε το γενικό κεφάλαιο εκκαθάρισης και, ως εκ τούτου, τα διαθέσιμα εργαλεία ανάκαμψης είχαν ικανοποιητικές επιδόσεις.
Ωστόσο, η απαίτηση κεντρικής εκκαθάρισης των παράγωγων προϊόντων μέσω των κεντρικών αντισυμβαλλομένων μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο ανταγωνισμό μεταξύ των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, καθώς οι ίδιοι ενθαρρύνονται να προβαίνουν στην κεντρική εκκαθάριση περισσότερων προϊόντων. Παρότι η αυξημένη χρήση της κεντρικής εκκαθάρισης αποτελεί το επιθυμητό κανονιστικό αποτέλεσμα της Ομάδας των 20, αυξάνει παράλληλα την απαίτηση για ισχυρή διακυβέρνηση και διαχείριση κινδύνων. Ένα πρόγραμμα ανάκαμψης και εξυγίανσης για έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο πρέπει να περιλαμβάνει την πιθανότητα ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος να αποτύχει να υπολογίσει σωστά τον επικείμενο κίνδυνο ενός προϊόντος, και ως εκ τούτου το περιθώριο ασφαλείας, ως έναν πρόσθετο κίνδυνο που πρέπει να αντιμετωπίσει η αρχή εξυγίανσης, καθώς και την πτώχευση πολλαπλών συστημικά σημαντικών εκκαθαριστικών μελών.
Πρέπει να παρασχεθούν στις αρχές εξυγίανσης τα κατάλληλα εργαλεία για την αντιμετώπιση του μεγάλου φάσματος δυνητικών κινδύνων που απειλούν τη συνέχιση της λειτουργίας ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου, προκειμένου να προστατεύονται τα περιουσιακά στοιχεία των πελατών.
Τα πλαίσια ανάκαμψης και εξυγίανσης για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους περιπλέκονται περαιτέρω λόγω της σχέσης μεταξύ των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και των εκκαθαριστικών μελών τους και, επιπροσθέτως, των εκκαθαριστικών μελών και των πελατών τους. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει περιορισμένη επικοινωνία με τους τελικούς πελάτες των εκκαθαριστικών μελών, παρόλο που είναι οι προβλεπόμενοι δικαιούχοι της κεντρικής εκκαθάρισης. Ως εκ τούτου, οι τελικοί πελάτες δεν μπορούν να εκφράσουν ιδιαίτερη άποψη σχετικά με τη διαχείριση κινδύνων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και δεν έχουν καμία συμβατική υποχρέωση έναντι αυτών, γεγονός που σημαίνει ότι οποιοσδήποτε καταμερισμός ζημιών λόγω πτώχευσης ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου πρέπει πρώτα να έχει αντίκτυπο στα εκκαθαριστικά μέλη τα οποία πληρώνονται από τους πελάτες τους προκειμένου να παράσχουν ένα επίπεδο προστασίας έναντι των κεντρικών αντισυμβαλλομένων. Οι επιπρόσθετες μέθοδοι καταμερισμού των ζημιών που ενδέχεται να ωφελήσουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα στο σύνολό του μέσω της διάχυσης των ζημιών πρέπει να σέβονται τις αρχές που ορίζονται και έχουν συμφωνηθεί με τις ρυθμιστικές αρχές, ώστε να αποφεύγεται η θέσπιση μη ευνοϊκών όρων για τους πελάτες των εκκαθαριστικών μελών, που μπορεί να είναι το αποτέλεσμα άνισων σχέσεων εξουσίας.
Σχέσεις μεταξύ κεντρικών αντισυμβαλλομένων και εκκαθαριστικών μελών και μεταξύ εκκαθαριστικών μελών και πελάτη
Οποιοδήποτε καθεστώς ανάκαμψης ή εξυγίανσης πρέπει να έχει ως κύριο στόχο την προστασία των περιουσιακών στοιχείων του πελάτη και πρέπει να παρέχει ασφάλεια δικαίου σε όλους τους χρήστες των υποδομών των χρηματοπιστωτικών αγορών. Σε περίπτωση πτώχευσης ενός σημαντικού εκκαθαριστικού μέλους ή σε περίπτωση αποτυχίας όσον αφορά τη διακυβέρνηση και τη διαχείριση κινδύνων εκ μέρους του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, τότε η αρχή εξυγίανσης πρέπει να έχει στη διάθεσή της ρυθμίσεις προκειμένου να διασφαλίσει την ομαλή ενδιάμεση λειτουργία και την πιθανή εξυγίανση.
Κεντρικά αποθετήρια τίτλων – ΚΑΤ
Τα ΚΑΤ αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο των εθνικών αγορών κινητών αξιών και είναι ζωτικής σημασίας για τη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών. Ως εκ τούτου, οποιοδήποτε καθεστώς εξυγίανσης πρέπει να προσυπογράφεται εξ ολοκλήρου από τις εποπτικές αρχές. Όλα τα σενάρια εξυγίανσης χρειάζεται απαραιτήτως να εστιάζουν στη συνέχιση της λειτουργίας, και πρέπει να παραχωρηθούν στις αρχές εξυγίανσης οι κατάλληλες εξουσίες προκειμένου να διασφαλισθεί η λειτουργική συνέχεια του συστήματος κινητών αξιών. Ειδικότερα, στην περίπτωση των διεθνών ΚΑΤ, είναι πρωταρχικής σημασίας η ανάγκη για κανονιστική συνεργασία σε διεθνές επίπεδο, τόσο μεταξύ των ρυθμιστικών αρχών, όσο και πέραν των συνόρων της ΕΕ.
Τα επιχειρηματικά μοντέλα των ΚΑΤ εξελίσσονται ενόψει της θέσπισης του Target2Securities από την ΕΚΤ με τέτοιον τρόπο ώστε πολλά ΚΑΤ επεκτείνονται σε νέες υπηρεσίες και προσφορές και άλλοι συντελεστές της αγοράς εξετάζουν το ενδεχόμενο παροχής υπηρεσιών διακανονισμού αξιογράφων.
Επιπροσθέτως, η κανονιστική ώθηση προς την κεντρική εκκαθάριση τροφοδοτεί τη ζήτηση για πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας παροχή ασφάλειας. Ως εκ τούτου, τα ΚΑΤ χρησιμοποιούν ολοένα και περισσότερο τις δέσμες ασφαλειών που διαθέτουν προκειμένου να παρέχουν παράπλευρες υπηρεσίες μετασχηματισμού ασφαλειών στους χρήστες της αγοράς
Οι νέες αυτές υπηρεσίες απαιτούν την επίβλεψη των εποπτικών αρχών καθώς και σχέδια ανάκαμψης προκειμένου να διασφαλισθεί ότι οι βασικές υπηρεσίες διακανονισμού των ΚΑΤ δεν τίθενται σε κίνδυνο.
Σε περίπτωση που ένα ΚΑΤ λειτουργεί με άδεια τραπεζικού ιδρύματος, όπως αναφέρεται στον κανονισμό για τα ΚΑΤ, τότε το σχέδιο ανάκαμψης και εξυγίανσης πρέπει πρωτίστως να βασίζεται στις κανονιστικές απαιτήσεις της οδηγίας BRRD. Αυτό θα διασφαλίσει, αφενός, ισότιμους όρους ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών και των ΚΑΤ και, αφετέρου, τη λειτουργική συνέχεια του ΚΑΤ. Οι εθνικές εποπτικές αρχές πρέπει να είναι σε θέση να δράσουν πέραν των κανονιστικών απαιτήσεων της οδηγίας BRRD και του κανονισμού για τα ΚΑΤ σε περίπτωση που θεωρούν ότι πρέπει να ληφθούν πρόσθετα μέτρα για ένα συγκεκριμένο επιχειρηματικό μοντέλο προκειμένου να διατηρηθούν οι ζωτικής σημασίας λειτουργίες των ΚΑΤ σε ακραίες συνθήκες πίεσης της αγοράς.
Σε περίπτωση που προκύψει παρατεταμένη περίοδος διακοπής σε ένα ΚΑΤ, η οποία απορρέει από αποτυχία στη διακυβέρνηση ή στη λειτουργία, τα σχέδια ανάκαμψης πρέπει να διασφαλίζουν ότι η αρχή εξυγίανσης αναλαμβάνει, κατά περίπτωση, τη διαδικασία λήψης αποφάσεων προκειμένου να εδραιωθεί πλήρης ασφάλεια δικαίου.
Ασφαλιστικές επιχειρήσεις
Παρότι οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις λειτουργούν πολύ διαφορετικά από τις τράπεζες, εντάσσονται πλήρως στο πλαίσιο των χρηματοπιστωτικών αγορών και, όπως επιβεβαιώθηκε κατά τη διάρκεια της πρόσφατης κρίσης, δύνανται να καταστούν συστημικά σημαντικές. Ως εκ τούτου, είναι συνετό να θεσπισθεί σχέδιο ανάκαμψης και εξυγίανσης.
Ωστόσο, οι διεθνείς εργασίες της Διεθνούς Ένωσης Ασφαλιστικών Εποπτών (IAIS) υστερούν εκείνων της CPSS IOSCO όσον αφορά τις καίριας σημασίας υποδομές αγοράς. Επιπροσθέτως, τα νέα κανονιστικά μέτρα όπως, για παράδειγμα, η οδηγία «Φερεγγυότητα II», η οποία αποσκοπεί στη βελτίωση της ανθεκτικότητας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, δεν έχουν ακόμα εφαρμοστεί σε ολόκληρη την ΕΕ.
Παρότι οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις ενθαρρύνονται να συνεργαστούν με τις εθνικές εποπτικές αρχές επί μεμονωμένων σχεδίων, κρίνεται σκόπιμο να μην συμπεριληφθούν στη νομοθεσία της ΕΕ που αφορά την ανάκαμψη και εξυγίανση των καίριας σημασίας υποδομών αγοράς.
Διαχείριση περιουσιακών στοιχείων
Το μέγεθος και το επιχειρηματικό μοντέλο του τομέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων δεν παρουσιάζουν συνήθως συστημικό κίνδυνο. Ωστόσο, επί του παρόντος υπάρχει ανάπτυξη πολύ μεγαλύτερων εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, πολλές από τις οποίες διερευνούν νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες που μπορούν ενδεχομένως να αλλάξουν ριζικά τα επιχειρηματικά τους μοντέλα και, με την πάροδο του χρόνου, να αυξήσουν τη συστημική τους σημασία. Πρέπει να πραγματοποιηθούν περισσότερες εργασίες σε διεθνές επίπεδο στον εν λόγω τομέα, οι οποίες θα βασίζονται στη βελτιωμένη συλλογή πληροφοριών και αναλύσεων. Τα μελλοντικά σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης ειδικά για τον εν λόγω τομέα πρέπει ενδεχομένως να καλυφθούν από μεταγενέστερη νομοθεσία.
Συστήματα πληρωμών
Παρότι τα συστήματα πληρωμών συνήθως δεν αναλαμβάνουν κινδύνους, η αποτυχία τους λόγω απάτης ή κακής διαχείρισης, ειδικότερα όσον αφορά τις αγορές συναλλάγματος, ενδέχεται να έχει ηχηρές επιπτώσεις σε ολόκληρο το σύστημα του παγκόσμιου εμπορίου. Συνεπώς, τα συστήματα πληρωμών πρέπει να υπόκεινται είτε σε καθεστώς εξυγίανσης είτε σε ένα προσαρμοσμένο καθεστώς περί φερεγγυότητας που δίνει προτεραιότητα στη συνέχεια των υπηρεσιών έναντι άλλων στόχων του εκκαθαριστή.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Ημερομηνία έγκρισης |
17.10.2013 |
|
|
|
|
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: –: 0: |
32 0 0 |
|||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Jean-Paul Besset, Udo Bullmann, George Sabin Cutaş, Rachida Dati, Leonardo Domenici, Derk Jan Eppink, Markus Ferber, Jean-Paul Gauzès, Sylvie Goulard, Liem Hoang Ngoc, Wolf Klinz, Jürgen Klute, Philippe Lamberts, Ivana Maletić, Marlene Mizzi, Ivari Padar, Άννυ Ποδηματά, Peter Simon, Kay Swinburne, Sampo Terho, Marianne Thyssen, Ramon Tremosa i Balcells, Pablo Zalba Bidegain |
||||
Αναπληρωτής(ές) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία |
Thijs Berman, Zdravka Bušić, Herbert Dorfmann, Ashley Fox, Roberto Gualtieri, Enrique Guerrero Salom, Θεόδωρος Σκυλακάκης |
||||
Αναπληρωτής(ές) (άρθρο 187, παρ. 2) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία |
Julie Girling, Phil Prendergast, Milan Zver |
||||