Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Οκτωβρίου 2020 σχετικά με τις υποχρεώσεις της Επιτροπής στον τομέα της αμοιβαιότητας των θεωρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1806 (2020/2605(RSP))
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1806 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Νοεμβρίου 2018, περί του καταλόγου τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων υπόκεινται στην υποχρέωση θεώρησης για τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών, και του καταλόγου των τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων απαλλάσσονται από την υποχρέωση αυτή(1), και ιδίως το άρθρο 7 («μηχανισμός αμοιβαιότητας»),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 2ας Μαρτίου 2017 σχετικά με τις υποχρεώσεις της Επιτροπής στον τομέα της αμοιβαιότητας των θεωρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 539/2001(2),
– έχοντας υπόψη τις ανακοινώσεις της Επιτροπής σχετικά με καταστάσεις μη αμοιβαιότητας της 12ης Απριλίου 2016 (COM(2016)0221), της 13ης Ιουλίου 2016 (COM(2016)0481), της 21ης Δεκεμβρίου 2016 (COM(2016)0816), της 2ας Μαΐου 2017 (COM(2017)0227), της 20ής Δεκεμβρίου 2017 (COM(2017)0813), της 19ης Δεκεμβρίου 2018 (COM(2018)0855), καθώς και την πιο πρόσφατη ανακοίνωση της Επιτροπής, της 23ης Μαρτίου 2020, με τίτλο «Τρέχουσα κατάσταση όσον αφορά τις περιπτώσεις μη αμοιβαιότητας στον τομέα της πολιτικής θεωρήσεων» (COM(2020)0119),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 17 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και τα άρθρα 80, 265 και 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ),
– έχοντας υπόψη τη συζήτηση που διεξήγαγε σχετικά με τις «Υποχρεώσεις στον τομέα της αμοιβαιότητας των θεωρήσεων» στις 19 Οκτωβρίου 2020,
– έχοντας υπόψη την ερώτηση προς την Επιτροπή σχετικά με τις υποχρεώσεις της Επιτροπής στον τομέα της αμοιβαιότητας των θεωρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1806 (O-000049/2020 – B9-0022/2020),
– έχοντας υπόψη την πρόταση ψηφίσματος της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 136 παράγραφος 5 και το άρθρο 132 παράγραφος 2 του Κανονισμού του,
A. λαμβάνοντας υπόψη ότι το κριτήριο της αμοιβαιότητας των θεωρήσεων ως ένα από τα κριτήρια που διέπουν την πολιτική θεωρήσεων της ΕΕ, θεωρείται γενικά ότι συνεπάγεται ότι οι πολίτες της ΕΕ, όταν ταξιδεύουν σε τρίτη χώρα, θα πρέπει να υπόκεινται στους ίδιους όρους στους οποίους υπόκεινται οι υπήκοοι της εν λόγω τρίτης χώρας, όταν ταξιδεύουν στην ΕΕ·
B. λαμβάνοντας υπόψη ότι σκοπός του μηχανισμού αμοιβαιότητας είναι να επιτύχει αυτήν την αμοιβαιότητα των θεωρήσεων· λαμβάνοντας υπόψη ότι η πολιτική θεωρήσεων της ΕΕ απαγορεύει τη θέσπιση από επιμέρους κράτη μέλη της υποχρέωσης θεώρησης για υπηκόους τρίτης χώρας, εφόσον αυτή η χώρα περιλαμβάνεται στον κατάλογο του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1806 (χώρες των οποίων οι υπήκοοι απαλλάσσονται από την υποχρέωση θεώρησης για βραχεία διαμονή)·
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ο μηχανισμός αμοιβαιότητας αναθεωρήθηκε το 2013, με το Κοινοβούλιο να ενεργεί ως συννομοθέτης, καθώς χρειάστηκε να προσαρμοστεί υπό το πρίσμα της θέσης σε ισχύ της Συνθήκης της Λισαβόνας και της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις παράγωγες νομικές βάσεις και «ώστε να προβλέπει αντίδραση της Ένωσης ως πράξη αλληλεγγύης, εάν μία τρίτη χώρα που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 539/2001 εφαρμόζει υποχρέωση θεώρησης στους υπηκόους τουλάχιστον ενός κράτους μέλους» (αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1289/2013)·
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ο μηχανισμός αμοιβαιότητας ορίζει μια διαδικασία, η οποία ξεκινά από μια κατάσταση μη αμοιβαιότητας με συγκεκριμένες προθεσμίες και ενέργειες που πρέπει να πραγματοποιηθούν με σκοπό τον τερματισμό της κατάστασης μη αμοιβαιότητας· λαμβάνοντας υπόψη ότι η λογική που τον διέπει συνεπάγεται μέτρα αυξανόμενης σοβαρότητας σε σχέση με την οικεία τρίτη χώρα, συμπεριλαμβανομένης, εν τέλει, της αναστολής της απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης για όλους τους υπηκόους της οικείας τρίτης χώρας («δεύτερη φάση της εφαρμογής του μηχανισμού αμοιβαιότητας»)·
E. λαμβάνοντας υπόψη ότι, «προκειμένου να εξασφαλιστεί η κατάλληλη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου στη δεύτερη φάση της εφαρμογής του μηχανισμού αμοιβαιότητας, δεδομένων του ιδιαίτερου ευαίσθητου πολιτικού χαρακτήρα της αναστολής από την απαλλαγή από την υποχρέωση θεώρησης για όλους τους υπηκόους μιας τρίτης χώρας που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 539/2001 και των οριζοντίων συνεπειών της για τα κράτη μέλη, τις συνδεδεμένες χώρες του Σένγκεν και για την ίδια την Ένωση, ιδίως για τις εξωτερικές σχέσεις τους και τη συνολική λειτουργία του χώρου του Σένγκεν, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά ορισμένα στοιχεία του μηχανισμού αμοιβαιότητας», συμπεριλαμβανομένης της αναστολής της απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης για όλους τους υπηκόους της οικείας τρίτης χώρας·
ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι «το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει την ανάκληση της εξουσιοδότησης» (άρθρο 290 παράγραφος 2 στοιχείο α) ΣΛΕΕ)·
Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη «μπορεί να τεθεί σε ισχύ μόνον εφόσον το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δεν εκφράσει αντιρρήσεις εντός της προθεσμίας που καθορίζει η νομοθετική πράξη» (άρθρο 290 παράγραφος 2 στοιχείο β) ΣΛΕΕ)·
H. λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή αμφισβήτησε την επιλογή των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων στη δεύτερη φάση της εφαρμογής του μηχανισμού αμοιβαιότητας ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και λαμβάνοντας υπόψη ότι το Δικαστήριο θεώρησε, ωστόσο, ότι η επιλογή του νομοθέτη είναι ορθή (υπόθεση C-88/14)·
Θ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, με τον τρόπο αυτό, ο μηχανισμός αναθέτει σαφώς υποχρεώσεις και ευθύνες στο Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή στα διάφορα στάδια του μηχανισμού αμοιβαιότητας·
Ι. λαμβάνοντας υπόψη ότι το επίμαχο ζήτημα είναι, επομένως, ζήτημα αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, αλλά και ζήτημα θεσμικό, καθώς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο στερούνται επί του παρόντος το δικαίωμά τους να «συμμετέχουν επαρκώς [...] στη δεύτερη φάση της εφαρμογής του μηχανισμού αμοιβαιότητας»·
ΙΑ. λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν θα πρέπει να παραταθεί μια κατάσταση κατά την οποία οι καθυστερήσεις της Επιτροπής και το γεγονός ότι αρνείται να εφαρμόσει τη νομοθεσία της ΕΕ θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αποδυνάμωση της αξιοπιστίας της ως θεματοφύλακα των Συνθηκών, αλλά θα πρέπει να της υπενθυμιστούν οι θεσμικές και νομικές της υποχρεώσεις·
1. επαναλαμβάνει την άποψη ότι η Επιτροπή υποχρεούται εκ του νόμου να εγκρίνει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη – για την προσωρινή αναστολή της απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης για τους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίες δεν έχουν άρει την υποχρέωση θεώρησης για τους πολίτες ορισμένων κρατών μελών – εντός διαστήματος 24 μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης των σχετικών κοινοποιήσεων, το οποίο έληξε στις 12 Απριλίου 2016·
2. ζητεί από την Επιτροπή, βάσει του άρθρου 265 ΣΛΕΕ, να εγκρίνει την απαιτούμενη κατ’ εξουσιοδότηση πράξη το αργότερο εντός δύο μηνών από την ημερομηνία έγκρισης του παρόντος ψηφίσματος·
3. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στην Επιτροπή, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στο Συμβούλιο και στα εθνικά κοινοβούλια.