Οι αρμοδιότητες του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) απαρτίζεται από δύο δικαιοδοτικά σώματα, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθαυτό και το Γενικό Δικαστήριο, και το οποίο παρέχει τη δυνατότητα άσκησης διαφόρων προσφυγών, όπως ορίζονται στο άρθρο 19 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, στα άρθρα 251-281 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής (ΣΛΕΕ), στο άρθρο 136 της Συνθήκης Ευρατόμ και στο Πρωτόκολλο αριθ. 3 περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο προσαρτάται στις Συνθήκες.
Το Δικαστήριο
A. Είναι αρμόδιο να εκδικάζει τις ευθείες προσφυγές που ασκούνται κατά των κρατών μελών ή των θεσμικών ή άλλων οργάνων ή οργανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το Δικαστήριο αποφαίνεται επί προσφυγών κατά κρατών ή θεσμικών οργάνων που δεν εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις που υπέχουν δυνάμει του δικαίου της ΕE.
1. Προσφυγές κατά κρατών μελών λόγω παράβασης υποχρέωσης
Οι προσφυγές αυτές ασκούνται:
- είτε από την Επιτροπή, κατόπιν προκαταρκτικής διαδικασίας (άρθρο 258 ΣΛΕΕ): δυνατότητα του κράτους να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του και να υποβάλει αιτιολογημένη γνώμη (1.3.8)·
- είτε από κράτος μέλος κατά άλλου κράτους μέλους, αφού προηγουμένως έχει φέρει το ζήτημα στην Επιτροπή (άρθρο 259 ΣΛΕΕ).
Ο ρόλος του Δικαστηρίου:
- να επιβεβαιώσει ότι το κράτος έχει παραβεί τις υποχρεώσεις του, οπότε οφείλει να θέσει αμέσως τέρμα στην παράβαση·
- εάν, αφού η Επιτροπή παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο, το τελευταίο διαπιστώσει ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν συμμορφώθηκε με την απόφασή του, μπορεί να του επιβάλει χρηματική ποινή (καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού και/ή περιοδική χρηματική ποινή) της οποίας το ύψος καθορίζεται από το Δικαστήριο βάσει πρότασης της Επιτροπής (άρθρο 260 ΣΛΕΕ).
2. Προσφυγές κατά των θεσμικών οργάνων της ΕΕ με αίτημα ακύρωσης ή επί παραλείψει
Αντικείμενο: υποθέσεις όπου ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση πράξης η οποία εικάζεται ότι είναι αντίθετη προς το δίκαιο της ΕΕ (ακύρωση: άρθρο 263 ΣΛΕΕ) ή υποθέσεις παραβίασης του δικαίου της ΕΕ, όπου ένα θεσμικό ή λοιπό όργανο ή οργανισμός παρέλειψαν να ενεργήσουν (άρθρο 265 ΣΛΕΕ).
Παραπομπή: προσφυγές μπορούν να ασκούνται από τα κράτη μέλη, τα ίδια τα θεσμικά όργανα ή φυσικά ή νομικά πρόσωπα, κατά πράξεων σε σχέση με μέτρο (συγκεκριμένα κανονισμών, οδηγιών ή αποφάσεων) που εγκρίθηκαν από θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς της ΕΕ και των οποίων είναι αποδέκτες.
Ο ρόλος του Δικαστηρίου: το Δικαστήριο κηρύσσει την πράξη άκυρη ή διαπιστώνει ότι υπάρχει παράλειψη· στην περίπτωση αυτή το ευθυνόμενο όργανο οφείλει να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου (άρθρο 266 ΣΛΕΕ).
3. Άλλες ευθείες προσφυγές
Δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα να εκδικάζει σε πρώτο βαθμό όλες τις προσφυγές βάσει των άρθρων 263, 265, 268, 270 και 272 ΣΛΕΕ, στο Δικαστήριο πρέπει να υποβάλλονται μόνον οι προσφυγές κατά αποφάσεων της Επιτροπής που επιβάλλουν κυρώσεις σε εταιρείες (άρθρο 261 ΣΛΕΕ), καθώς και αυτές που προβλέπονται από τον Οργανισμό του Δικαστηρίου (όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 2019/629 της 17ης Απριλίου 2019). Το άρθρο 51 του Οργανισμού του Δικαστηρίου ορίζει ότι, κατά παρέκκλιση από τον κανόνα του άρθρου 256 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ, στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου υπάγονται οι προσφυγές τις οποίες ασκεί, σύμφωνα με τα άρθρα 263 και 265 ΣΛΕΕ, κράτος μέλος:
- κατά πράξεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου ή κατά παραλείψεώς τους να αποφασίσουν, ή κατά πράξεως ή παραλείψεως αμφοτέρων των οργάνων αυτών όταν συναποφασίζουν, εξαιρουμένων:
- κατά πράξης της Επιτροπής ή παράλειψής της να αποφασίσει σύμφωνα με το άρθρο 331 ΣΛΕΕ.
Στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου υπάγονται επίσης οι προβλεπόμενες από τα ίδια άρθρα προσφυγές που ασκούνται από θεσμικό όργανο της Ένωσης κατά πράξης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου ή κατά παράλειψής τους να αποφανθούν, ή κατά πράξης ή παράλειψης αμφοτέρων των θεσμικών αυτών οργάνων αυτών όταν συναποφασίζουν, ή κατά πράξης της Επιτροπής ή παράλειψής της να αποφανθεί, καθώς και από θεσμικό όργανο της Ένωσης κατά πράξης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή κατά παράλειψής της να αποφασίσει.
B. Έμμεσες προσφυγές: ένσταση έλλειψης νομιμότητας που προβάλλεται ενώπιον εθνικού δικαστηρίου (άρθρο 267 ΣΛΕΕ - προδικαστικά ερωτήματα)
Τα εθνικά δικαστήρια είναι κατά κανόνα υπεύθυνα για την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου σε υποθέσεις που σχετίζονται με το εν λόγω δίκαιο. Ωστόσο, όταν ενώπιον εθνικού δικαστηρίου ανακύπτει θέμα που σχετίζεται με την ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου, το εν λόγω εθνικό δικαστήριο μπορεί να ζητήσει από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής απόφασης. Εάν πρόκειται για δικαστήριο τελευταίου βαθμού, είναι υποχρεωτικό να επιλαμβάνεται το Δικαστήριο. Το εθνικό δικαστήριο υποβάλλει ερώτημα (ερωτήματα) σχετικά με την ερμηνεία ή το κύρος μιας διάταξης του ενωσιακού δικαίου, κατά κανόνα υπό μορφή προδικαστικού ερωτήματος, σύμφωνα με τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες. Ωστόσο, με την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2018 στην υπόθεση C-493/17 (Weiss), το Δικαστήριο έκρινε ότι «οφείλει να μην απαντήσει επί προδικαστικού ερωτήματος το οποίο υποβάλλεται από εθνικό δικαστήριο εφόσον προκύπτει προδήλως ότι η ζητούμενη ερμηνεία ή ο ζητούμενος έλεγχος του κύρους του αντίστοιχου κανόνα δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσης ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα αναγκαία πραγματικά και νομικά στοιχεία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα». Ο Γραμματέας γνωστοποιεί το αίτημα στους διαδίκους στις εθνικές διαδικασίες, καθώς επίσης και στα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι διάδικοι διαθέτουν δύο μήνες για να υποβάλουν εγγράφως στο Δικαστήριο τυχόν παρατηρήσεις τους.
C. Δικαιοδοσία δευτέρου βαθμού
Το Δικαστήριο είναι επίσης αρμόδιο να εξετάζει αιτήσεις αναίρεσης αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου. Οι αιτήσεις αυτές περιορίζονται σε νομικά ζητήματα. Η άσκηση αναίρεσης δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.
Σε περίπτωση που η αίτηση αναίρεσης κριθεί παραδεκτή και βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και μπορεί είτε να αποφανθεί το ίδιο επί της διαφοράς είτε να την αναπέμψει στο Γενικό Δικαστήριο, το οποίο δεσμεύεται από την απόφαση του Δικαστηρίου.
Επιτεύγματα
Το Δικαστήριο έχει αποδειχθεί πολύ σημαντικός παράγοντας - ορισμένοι θα υποστήριζαν ακόμη και ότι έχει αποτελέσει κινητήριο δύναμη - της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
A. Γενική πρακτική
Η απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 1963 στην υπόθεση 26-62 (Van Gend & Loos) καθιέρωσε την αρχή ότι το κοινοτικό δίκαιο είναι άμεσα εφαρμόσιμο στα δικαστήρια των κρατών μελών. Ομοίως, η απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1964 στην υπόθεση 6-64 (Costa κατά E.N.E.L.) υπήρξε θεμελιώδους σημασίας στον καθορισμό του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου ως ανεξάρτητου νομικού συστήματος που υπερισχύει των εθνικών νομοθετικών διατάξεων. Το Δικαστήριο ανέκαθεν διεκδικούσε την τελική εξουσία για τον καθορισμό της σχέσης μεταξύ του δικαίου της Ένωσης και του εθνικού δικαίου. Στις εξαιρετικά σημαντικές υποθέσεις Van Gend & Loos και Costa κατά E.N.E.L., το Δικαστήριο ανέπτυξε τις θεμελιώδεις αρχές της υπεροχής του δικαίου της ΕΕ. Σύμφωνα με τις εν λόγω αρχές, το δίκαιο της Ένωσης έχει απόλυτη υπεροχή έναντι του εθνικού δικαίου και η υπεροχή αυτή πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από τα εθνικά δικαστήρια στις αποφάσεις τους. Στην απόφασή του της 17ης Δεκεμβρίου 1970 στην υπόθεση 11-70 (Internationale Handelsgesellschaft) το Δικαστήριο έκρινε ότι το δίκαιο της ΕΕ υπερισχύει ακόμη και έναντι των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από τα εθνικά συντάγματα. Στη σκέψη 3 της υπό κρίση υπόθεσης, το Δικαστήριο έκρινε τα εξής: «Η επίκληση προσβολής είτε των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως έχουν διατυπωθεί από το Σύνταγμα ενός κράτους μέλους, είτε των αρχών μιας εθνικής συνταγματικής δομής δεν θα μπορούσε να θίξει το κύρος μιας πράξης της Κοινότητας ή την ισχύ της στο έδαφος του κράτους αυτού.». Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε τις αρχές αυτές σε μεταγενέστερες αποφάσεις (βλ. υπόθεση 106/77, Simmenthal (1978), υπόθεση 149/79, Επιτροπή κατά Βελγίου (1980), υποθέσεις C-46/93 και C-48/93, Brasserie du Pêcheur και Factortame II (1996), υπόθεση C-473/93, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (1996), υπόθεση C-213/07, Μηχανική (2008)). Στη νομολογία αυτή, το Δικαστήριο έχει αναπτύξει θεωρητικά εργαλεία για να παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών ορισμένη διακριτική ευχέρεια και να λαμβάνει σοβαρά υπόψη τα συμφέροντά τους. Επίσης, το Δικαστήριο ενίοτε προσαρμόζει σιωπηρά τη νομολογία του προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι προβληματισμοί των δικαστηρίων των κρατών μελών. Ειδικότερα, το Δικαστήριο ανέπτυξε νομολογία στον τομέα των θεμελιωδών δικαιωμάτων, υπό την πίεση των δικαστηρίων των κρατών μελών: μετά την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το Δικαστήριο αντιτάχθηκε αρχικά στην εισαγωγή των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην έννομη τάξη της ΕΚ (υπόθεση 36/59, Ruhrkohlen-Verkaufsgesellschaft (1960)). Ωστόσο, όταν τα συνταγματικά δικαστήρια των κρατών μελών αντέδρασαν, το Δικαστήριο άλλαξε την προσέγγισή του. Προκρίνοντας τις αποφάσεις του γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου και του ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο έκρινε, στην υπόθεση Internationale Handelsgesellschaft ότι «ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των γενικών αρχών του δικαίου».
B. Επί ειδικών θεμάτων
- Στις σημαντικές αποφάσεις που αφορούν την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων περιλαμβάνεται επίσης η απόφαση της 14ης Μαΐου 1974 στην υπόθεση 4-73 (Nold Kohlen- und Baustoffgroßhandlung κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων), στην οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα των γενικών αρχών του δικαίου, για την τήρηση των οποίων μεριμνά (4.1.1).
- Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων: απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 1979 στην υπόθεση 120/78 (Cassis de Dijon), όπου το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι κάθε προϊόν που παράγεται και διατίθεται νόμιμα σε ένα κράτος μέλος πρέπει καταρχήν να μπορεί να διατεθεί στην αγορά άλλου κράτους μέλους.
- Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων: απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1995 στην υπόθεση C-415/93 (Bosman), όπου το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο επαγγελματικός αθλητισμός αποτελεί οικονομική δραστηριότητα, η άσκηση της οποίας δεν μπορεί να εμποδίζεται από τους κανόνες των ομοσπονδιών ποδοσφαίρου που διέπουν τη μετεγγραφή παικτών ή περιορίζουν τον αριθμό υπηκόων άλλων κρατών μελών.
- Εξωτερικές αρμοδιότητες της Κοινότητας: απόφαση της 31ης Μαρτίου 1971, στην υπόθεση 22-70 (Επιτροπή κατά Συμβουλίου), με την οποία αναγνωρίστηκε το δικαίωμα της Κοινότητας να συνάπτει διεθνείς συμφωνίες σε τομείς όπου εφαρμόζονται οι κοινοτικοί κανόνες.
- Στην απόφασή του της 19ης Νοεμβρίου 1991 στις υποθέσεις C-6/90 και C-9/90 (Francovich κ.λπ.), το Δικαστήριο ανέπτυξε μια άλλη θεμελιώδη έννοια: την ευθύνη του κράτους μέλους έναντι ιδιωτών οι οποίοι υπέστησαν ζημίες επειδή το κράτος μέλος παρέλειψε να μεταφέρει οδηγία στην εθνική του νομοθεσία ή δεν το έπραξε εγκαίρως.
- Διάφορες υποθέσεις σχετικά με την κοινωνική ασφάλιση (υπόθεση 43-75, Defrenne (1976), που αφορά την ισότητα αμοιβής ανδρών και γυναικών) και σχετικά με την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων (υπόθεση C-173/99, BECTU (2001)).
Όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας, στην απόφασή του της 16ης Ιουνίου 2015 (υπόθεση C-62/14, Gauweiler κ.λπ.), το Δικαστήριο έκρινε ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να είναι κατάλληλες για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η επίμαχη ρύθμιση και να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών αυτών μέτρο. Επομένως, τα θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης πρέπει να σταθμίζουν τα διάφορα εμπλεκόμενα συμφέροντα κατά τρόπον ώστε να αποφεύγονται προδήλως δυσανάλογες προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς μειονεκτήματα (υπόθεση C-493/17 (Weiss), σκέψη 93). Ένα από τα κυριότερα επιτεύγματα του Δικαστηρίου υπήρξε η διατύπωση της αρχής σύμφωνα με την οποία οι Συνθήκες δεν πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο αυστηρό αλλά να εξετάζονται στο πλαίσιο της κατάστασης της ολοκλήρωσης και των στόχων που ορίζονται από τις ίδιες τις Συνθήκες. Χάρη στην αρχή αυτή κατέστη δυνατή η έγκριση νομοθετικών πράξεων σε τομείς για τους οποίους δεν υπάρχουν συγκεκριμένες διατάξεις στις Συνθήκες, όπως για την καταπολέμηση της ρύπανσης: με την απόφασή του της 13ης Σεπτεμβρίου 2005, στην υπόθεση C-176/03 (Επιτροπή κατά Συμβουλίου), το Δικαστήριο εξουσιοδότησε την Ευρωπαϊκή Ένωση να θεσπίζει κανόνες στον ποινικό τομέα, εφόσον αυτοί είναι «απαραίτητοι» για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος.
Το Δικαστικό Δίκτυο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (JNEU) δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία του Προέδρου του ΔΕΕ και των Προέδρων των συνταγματικών και ανώτατων δικαστηρίων των 28 κρατών μελών, με την ευκαιρία της 60ής επετείου από την υπογραφή των Συνθηκών της Ρώμης το 2017.
Σκοπός του είναι να προωθήσει την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τη νομολογία μεταξύ των συμμετεχόντων εθνικών δικαστηρίων και του ΔΕΕ. Σε έναν ιστότοπο με περιορισμένη πρόσβαση, τα συμμετέχοντα εθνικά δικαστήρια και το ΔΕΕ δημοσιεύουν πληροφορίες σχετικά με αποφάσεις τους που αφορούν το ενωσιακό δίκαιο, σχετικά με αιτήσεις που είχαν υποβάλει τα εθνικά δικαστήρια στο ΔΕΕ για την έκδοση προδικαστικής απόφασης και σχετικά με υπομνήματα και μελέτες.
Η συνεργατική πλατφόρμα του JNEU, διαθέσιμη σε όλες τις γλώσσες της ΕΕ, συνενώνει το έργο που επιτελούν οι δικαστές του Δικαστηρίου της ΕΕ και οι εθνικοί δικαστές στο πλαίσιο των δικαστικών δραστηριοτήτων τους. Οι δικαστές έχουν πρόσβαση σε ένα εργαλείο που τους παρέχει τη δυνατότητα να καθιστούν διαθέσιμο στους ομολόγους τους το έργο τους σχετικά με τις αποφάσεις που εκδίδουν και την έρευνα και ανάλυση που διεξάγουν, με σκοπό την ανταλλαγή γνώσεων και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας.
Σήμερα έχει περισσότερους από 2 000 χρήστες στα συνταγματικά και ανώτατα δικαστήρια των κρατών μελών.
Το Γενικό Δικαστήριο (1.3.9)
A. Αρμοδιότητες του Γενικού Δικαστηρίου (άρθρο 256 ΣΛΕΕ)
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαρτίζεται από δύο δικαιοδοτικά σώματα, το Δικαστήριο καθαυτό και το Γενικό Δικαστήριο. Δεδομένου ότι το Δικαστήριο έχει αποκλειστική αρμοδιότητα επί των προσφυγών μεταξύ των θεσμικών οργάνων και αυτών που ασκεί κράτος μέλος κατά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και/ή κατά του Συμβουλίου, το Γενικό Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα να εκδικάζει, σε πρώτο βαθμό, όλες τις άλλες προσφυγές αυτού του τύπου, ιδίως αυτές που ασκούν ιδιώτες και αυτές που ασκούν κράτη μέλη κατά της Επιτροπής.
Η ΣΛΕΕ προβλέπει ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκδικάζει σε πρώτο βαθμό προσφυγές δυνάμει των άρθρων 263, 265, 268, 270 και 272 ΣΛΕΕ, συγκεκριμένα στους τομείς που αναφέρονται κατωτέρω, εκτός εάν οι προσφυγές ασκούνται από κράτη μέλη, από θεσμικά όργανα της ΕΕ ή από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, οπότε αποκλειστική αρμοδιότητα έχει το Δικαστήριο (άρθρο 51 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης):
- αιτήσεις ακύρωσης πράξεων των θεσμικών ή άλλων οργάνων ή οργανισμών της ΕΕ, ή προσφυγές που ασκούν φυσικά ή νομικά πρόσωπα κατά των οργάνων επειδή παρέλειψαν να ενεργήσουν (άρθρα 263 και 265 ΣΛΕΕ)·
- προσφυγές που ασκούν κράτη μέλη κατά της Επιτροπής·
- αιτήσεις προδικαστικής απόφασης δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ σε συγκεκριμένους τομείς (άρθρο 50β του Οργανισμού)·
- αγωγές για αποκατάσταση ζημιών που προξένησαν θεσμικά ή άλλα όργανα, οργανισμοί ή υπηρεσίας της ΕΕ ή το προσωπικό της (άρθρο 268 ΣΛΕΕ)·
- διαφορές που αφορούν συμβάσεις που συνάπτονται από ή εκ μέρους της Ένωσης, που προβλέπουν ρήτρα διαιτησίας του Γενικού Δικαστηρίου (άρθρο 272 ΣΛΕΕ)·
- προσφυγές επί θεμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας που ασκούνται κατά του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) και κατά του Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών·
- διαφορές μεταξύ της Ένωσης και των υπαλλήλων της, συμπεριλαμβανομένων των διαφορών μεταξύ κάθε θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού, αφενός, και του προσωπικού τους, αφετέρου·
Ο Οργανισμός του Δικαστηρίου δύναται να διευρύνει τη δικαιοδοσία του Γενικού Δικαστηρίου σε άλλους τομείς.
Κατά κανόνα, οι αποφάσεις που εκδίδει το Γενικό Δικαστήριο σε πρώτο βαθμό υπόκεινται σε αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά αυτή περιορίζεται μόνο σε νομικά ζητήματα.
B. Προδικαστικές αποφάσεις
Το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί προδικαστικών ζητημάτων, τα οποία του υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 267, σε συγκεκριμένους τομείς που καθορίζονται από τον Οργανισμό (άρθρο 256 παράγραφος 3 ΣΛΕΕ). Τον Απρίλιο του 2024 εισήχθησαν σχετικές διατάξεις στον Οργανισμό (άρθρο 50β), το δε Γενικό Δικαστήριο έχει πλέον, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, αρμοδιότητα για την έκδοση προδικαστικών αποφάσεων. Η μεταβίβαση στο Γενικό Δικαστήριο μέρους της αρμοδιότητας για την έκδοση προδικαστικών αποφάσεων θα πρέπει να παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αφιερώνει περισσότερο χρόνο και πόρους για την εξέταση των σημαντικότερων αιτήσεων προδικαστικής απόφασης.
C. Δικαιοδοσία επί αναιρέσεων
Κατά των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί να ασκηθεί εντός δύο μηνών αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου, περιοριζόμενη σε νομικά ζητήματα.
Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Την 1η Σεπτεμβρίου του 2016 οι διαφορές μεταξύ της Ένωσης και των υπαλλήλων της μεταβιβάστηκαν στο Γενικό Δικαστήριο (1.3.9), γεγονός που σήμανε τη διάλυση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είχε ιδρυθεί το 2004. Ο κανονισμός (EΕ, Eυρατόμ) 2016/1192 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουλίου 2016, για τη μεταβίβαση στο Γενικό Δικαστήριο της αρμοδιότητας εκδίκασης σε πρώτο βαθμό των διαφορών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των υπαλλήλων της κατήργησε με αυτόν τον τρόπο την απόφαση 2004/752/ΕΚ του Συμβουλίου για την ίδρυση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι υποθέσεις που εκκρεμούσαν ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης παραπέμφθηκαν στο Γενικό Δικαστήριο, η δε εκδίκασή τους συνεχίστηκε από το στάδιο στο οποίο αυτές βρίσκονταν κατά την ανωτέρω ημερομηνία, οι δε διαδικαστικές πράξεις του πρώην Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης συνέχισαν να ισχύουν.
Για τις αιτήσεις αναίρεσης που εκκρεμούσαν κατά τον χρόνο μεταβίβασης της αρμοδιότητας την 1η Σεπτεμβρίου 2016 ή ασκήθηκαν μετά την ημερομηνία αυτή κατά αποφάσεων του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης θεσπίστηκε ένα μεταβατικό καθεστώς. Το Γενικό Δικαστήριο διατηρεί την αρμοδιότητα εκδίκασης των αναιρέσεων αυτών. Τα άρθρα 9 έως 12 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου πρέπει συνεπώς να συνεχίσουν να ισχύουν για τις συγκεκριμένες αιτήσεις αναίρεσης.
Ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
Δυνάμει του άρθρου 257 ΣΛΕΕ, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, μπορούν να προβαίνουν στη σύσταση ειδικευμένων δικαστηρίων υπαγόμενων στο Γενικό Δικαστήριο, αρμόδιων να εκδικάζουν σε πρώτο βαθμό ορισμένες κατηγορίες προσφυγών οι οποίες ασκούνται σε συγκεκριμένους τομείς. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αποφασίζουν μέσω κανονισμών, είτε μετά από πρόταση της Επιτροπής και διαβούλευση με το Δικαστήριο είτε μετά από αίτημα του Δικαστηρίου και διαβούλευση με την Επιτροπή.
Σύμφωνα με το άρθρο 281 ΣΛΕΕ, ο Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζεται σε ξεχωριστό πρωτόκολλο, το Πρωτόκολλο αριθ. 3, και το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, μπορούν να τροποποιήσουν αυτόν τον Οργανισμό. Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο επανεξέτασαν πρόσφατααίτημα του Δικαστηρίου για τροποποίηση του Πρωτοκόλλου αριθ. 3.
Το Κοινοβούλιο συγκαταλέγεται στα θεσμικά όργανα που αναφέρονται στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ και δύνανται (ως διάδικοι) να προσφεύγουν στο Δικαστήριο.
Σύμφωνα με το άρθρο 218 παράγραφος 11 ΣΛΕΕ, το Κοινοβούλιο μπορεί να ζητήσει από το Δικαστήριο να γνωμοδοτήσει εάν μια σχεδιαζόμενη συμφωνία είναι συμβατή με τις Συνθήκες. Εάν η γνώμη του Δικαστηρίου είναι αρνητική, η σχεδιαζόμενη συμφωνία μπορεί να τεθεί σε ισχύ μόνο εφόσον τροποποιηθεί, ή εάν αναθεωρηθούν οι Συνθήκες.
Alexandru-George Moș / Udo Bux / Mariusz Maciejewski