Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο αποτελείται από τους αρχηγούς κρατών ή κυβερνήσεων των κρατών μελών, παρέχει την αναγκαία ώθηση για την ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και καθορίζει τους γενικούς πολιτικούς προσανατολισμούς της. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής είναι επίσης μέλος χωρίς δικαίωμα ψήφου. Ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου απευθύνεται προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στην αρχή των συνεδριάσεών του. Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κατέστη θεσμικό όργανο της Ένωσης και απέκτησε μακροπρόθεσμη προεδρία.

Νομική βάση

Άρθρα 13, 15, 26, 27 και άρθρο 42 παράγραφος 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ).

Ιστορική εξέλιξη

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είναι η σημερινή μορφή των διασκέψεων κορυφής των αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων των κρατών μελών της ΕΕ. Η πρώτη από αυτές τις «ευρωπαϊκές διασκέψεις κορυφής» έλαβε χώρα στο Παρίσι το 1961, έγιναν δε πιο συχνές από το 1969.

Στη διάσκεψη κορυφής του Παρισιού τον Φεβρουάριο του 1974 αποφασίστηκε ότι οι συνεδριάσεις αυτές των αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων θα πρέπει στο μέλλον να πραγματοποιούνται σε τακτά χρονικά διαστήματα υπό την ονομασία «Ευρωπαϊκό Συμβούλιο» ώστε να καταστεί δυνατή μια συνολική προσέγγιση των προβλημάτων της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και να διασφαλισθεί ο ορθός συντονισμός των δραστηριοτήτων της ΕΕ.

Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (1986) συμπεριέλαβε για πρώτη φορά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις κοινοτικές Συνθήκες, καθορίζοντας τη σύνθεσή του και ορίζοντας συχνότητα δύο συνεδριάσεων ετησίως.

Η Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992) επισημοποίησε τον ρόλο του στον θεσμικό μηχανισμό της ΕΕ.

Η Συνθήκη της Λισαβόνας (επίσημη ονομασία «Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση», 2009) κατέστησε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο πλήρες θεσμικό όργανο της ΕΕ (άρθρο 13) και προσδιόρισε τα καθήκοντά του, που είναι να «παρέχει στην Ένωση την αναγκαία για την ανάπτυξή της ώθηση και να καθορίζει τους γενικούς της πολιτικούς προσανατολισμούς και προτεραιότητες» (άρθρο 15). Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής «το Συμβούλιο») έχουν συμφωνήσει να μοιράζονται το τμήμα ΙΙ του Προϋπολογισμού της ΕΕ [άρθρο 43 σημείο β) του Δημοσιονομικού Κανονισμού]. Αυτός είναι και ο λόγος που ο προϋπολογισμός έχει δέκα τμήματα και όχι έντεκα, παρόλο που το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Συμβούλιο είναι δύο διαφορετικά μεταξύ τους θεσμικά όργανα.

Οργάνωση

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συγκαλείται από τον Πρόεδρό του και αποτελείται από τους αρχηγούς κρατών ή κυβερνήσεων των 27 κρατών μελών και τον Πρόεδρο της Επιτροπής (άρθρο 15 παράγραφος 2 ΣΕΕ). Στις εργασίες του συμμετέχει ο ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας. Ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου καλείται γενικά να παρέμβει στην αρχή της συνεδρίασης [άρθρο 235 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ)].

Ο Πρόεδρος εκλέγεται από το ίδιο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για θητεία δυόμιση ετών που μπορεί να ανανεωθεί μία φορά, και εκπροσωπεί την ΕΕ στον έξω κόσμο. Ο ρόλος του Προέδρου ορίζεται στο άρθρο 15 ΣΕΕ. Ο σημερινός Πρόεδρος Charles Michel ξεκίνησε την πρώτη του θητεία στις 1 Δεκεμβρίου 2019 και επανεξελέγη τον Μάρτιο του 2022 για δεύτερη θητεία από τις 1 Ιουνίου 2022 έως τις 30 Νοεμβρίου 2024.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συνήθως λαμβάνει αποφάσεις με ομοφωνία, ωστόσο, αποφασίζει για μια σειρά σημαντικών διορισμών με ειδική πλειοψηφία (συγκεκριμένα, για τον διορισμό του Προέδρου του, για την επιλογή του υποψήφιου για τη θέση του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και για τον διορισμό του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας και του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας).

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συνέρχεται κανονικά τουλάχιστον τέσσερις φορές ανά έτος. Από το 2008 συνεδριάζει συχνότερα, ιδίως κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της επακόλουθης κρίσης χρέους της ζώνης του ευρώ. Πρόσφατα, οι μεταναστευτικές ροές προς την ΕΕ και τα ζητήματα εσωτερικής ασφάλειας έχουν επίσης απασχολήσει εκτενώς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

Από το 2016, οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων ξεκίνησαν να συνεδριάζουν σε σύνθεση ΕΕ–27, χωρίς το Ηνωμένο Βασίλειο (ΗΒ). Οι εν λόγω συνεδριάσεις ήταν αρχικά άτυπες, πριν από την επίσημη γνωστοποίηση της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ δυνάμει του άρθρου 50 ΣΕΕ τον Μάρτιο του 2017. Μετά τη γνωστοποίηση, πραγματοποιήθηκαν αρκετές επίσημες συνεδριάσεις του «Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (άρθρο 50)» της ΕΕ των 27, παράλληλα με τις τακτικές συνεδριάσεις.

Επιπλέον, τα μέλη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου συνεδριάζουν με τη μορφή «διακυβερνητικών διασκέψεων» (ΔΚΔ): οι εν λόγω διασκέψεις των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών συγκαλούνται για να συζητηθούν και να συμφωνηθούν τροποποιήσεις στις Συνθήκες της ΕΕ. Πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας το 2009, αυτή ήταν η μόνη διαδικασία για αναθεώρηση των Συνθηκών. Τώρα λέγεται «συνήθης διαδικασία αναθεώρησης». Η ΔΚΔ, που συγκαλείται από τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, αποφασίζει ομόφωνα σχετικά με τις τροποποιήσεις της Συνθήκης.

Ρόλος

A. Θέση στο θεσμικό σύστημα της ΕΕ

Δυνάμει του άρθρου 13 ΣΕΕ, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ανήκει στο ενιαίο θεσμικό πλαίσιο της Ένωσης. Ωστόσο, αποτελεί περισσότερο όργανο γενικής πολιτικής ώθησης παρά όργανο λήψης αποφάσεων, κατά τη νομική έννοια του όρου. Μόνο κατ’ εξαίρεση λαμβάνει αποφάσεις που έχουν νομικές συνέπειες για την ΕΕ [βλ. σημείο C(2) στη συνέχεια], έχει όμως αποκτήσει ορισμένες θεσμικές εξουσίες λήψης αποφάσεων. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μπορεί πλέον να εγκρίνει δεσμευτικές πράξεις, οι οποίες μπορούν να αμφισβητηθούν ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ άλλων και για παράλειψη ενέργειας (άρθρο 265 ΣΛΕΕ).

Το άρθρο 7 παράγραφος 2 ΣΕΕ παρέχει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την εξουσία να κινεί τη διαδικασία αναστολής των δικαιωμάτων κράτους μέλους λόγω σοβαρής παραβίασης των αρχών της EE, αφού λάβει την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

B. Σχέσεις με τα άλλα θεσμικά όργανα

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο λαμβάνει τις αποφάσεις του με πλήρη ανεξαρτησία και ως επί το πλείστον δεν χρειάζεται ούτε την πρωτοβουλία της Επιτροπής ούτε τη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Παρά ταύτα, με τη Συνθήκη της Λισαβόνας διατηρείται η οργανωτική σχέση του με την Επιτροπή, αφού ο Πρόεδρός της συμμετέχει χωρίς δικαίωμα ψήφου στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, και ο ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας συμμετέχει στις συζητήσεις. Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ζητεί συχνά από την Επιτροπή να του υποβάλλει προπαρασκευαστικές εκθέσεις στις συνεδριάσεις του. Το άρθρο 15 παράγραφος 6 στοιχείο δ ΣΕΕ ορίζει ότι ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου πρέπει να υποβάλλει στο Κοινοβούλιο έκθεση μετά από κάθε μια από τις συνεδριάσεις του. Ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου συναντά επίσης σε μηνιαία βάση τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου, καθώς και αρχηγούς των πολιτικών ομάδων. Τον Φεβρουάριο του 2011 συμφώνησε να απαντά σε γραπτές ερωτήσεις των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τις δικές του πολιτικές δραστηριότητες. Τον Φεβρουάριο του 2011, ο Πρόεδρος συμφώνησε τότε να απαντήσει σε γραπτές ερωτήσεις των βουλευτών του ΕΚ σχετικά με τις πολιτικές του δραστηριότητες. Ωστόσο, το Κοινοβούλιο μπορεί επίσης να ασκεί άτυπη επιρροή με την παρουσία του Προέδρου του στις συνεδριάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και στις προ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου συνεδριάσεις των αρχηγών των κομμάτων στις αντίστοιχες ευρωπαϊκές πολιτικές τους οικογένειες, καθώς και με τα ψηφίσματα τα οποία εγκρίνει για τα σημεία της ημερήσιας διάταξης των συνεδριάσεων, για τα αποτελέσματα των εργασιών και για τις επίσημες εκθέσεις που του υποβάλλει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, εισάγεται το νέο αξίωμα του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας, ο οποίος υποβάλλει προτάσεις και ασκεί εξωτερική πολιτική εξ ονόματος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου είναι υπεύθυνος για την εξωτερική εκπροσώπηση της Ένωσης σε θέματα που σχετίζονται με την κοινή εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφαλείας, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ύπατου Εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας.

C. Αρμοδιότητες

1. Θεσμικές

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο παρέχει στην ΕΕ «την αναγκαία για την ανάπτυξή της ώθηση» και καθορίζει «τους γενικούς της πολιτικούς προσανατολισμούς και προτεραιότητες» (άρθρο 15 παράγραφος 1 ΣΕΕ). Αποφασίζει επίσης με ειδική πλειοψηφία για τις συνθέσεις του Συμβουλίου και το χρονοδιάγραμμα των εκ περιτροπής προεδριών.

2. Ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας (5.1.1) και (5.1.2)

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καθορίζει τις αρχές και τους γενικούς προσανατολισμούς της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ) και αποφασίζει σχετικά με κοινές στρατηγικές για την εφαρμογή της (άρθρο 26 ΣΕΕ). Αποφασίζει ομόφωνα αν θα συστήσει στα κράτη μέλη να κινηθούν προς τον προοδευτικό προσδιορισμό κοινής αμυντικής πολιτικής της EE, σύμφωνα με το άρθρο 42 παράγραφος 2 ΣΕΕ.

Εάν ένα κράτος μέλος προτίθεται να αντιταχθεί στην έγκριση μιας απόφασης για σημαντικούς λόγους εθνικής πολιτικής, το Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία την παραπομπή του ζητήματος στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για τη λήψη ομόφωνης απόφασης (άρθρο 31 παράγραφος 2 ΣΕΕ). Η ίδια διαδικασία ισχύει αν τα κράτη μέλη αποφασίσουν να καθιερώσουν ενισχυμένη συνεργασία σε αυτόν τον τομέα (άρθρο 20 ΣΕΕ).

Η Διάσκεψη για το μέλλον της Ευρώπης ενέκρινε τη σύσταση αριθ. 21 των πολιτών να βελτιώσει η EE την ικανότητά της να λαμβάνει ταχείες και αποτελεσματικές αποφάσεις, ιδίως μέσω της μετάβασης από την ομοφωνία στην ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία στον τομέα της ΚΕΠΠΑ και μέσω της ενίσχυσης του ρόλου του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας. Στο ψήφισμά του της 9ης Ιουνίου 2022 σχετικά με την έκκληση για Συνέλευση για την αναθεώρηση των Συνθηκών, το Κοινοβούλιο υπέβαλε στο Συμβούλιο προτάσεις τροποποίησης των Συνθηκών σύμφωνα με τη συνήθη διαδικασία αναθεώρησης που προβλέπεται στο άρθρο 48 ΣΕΕ. Μία από τις βασικές προτάσεις ήταν να επιτρέπεται η λήψη αποφάσεων στο Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία αντί ομοφωνίας σε σχετικούς τομείς, όπως η έγκριση κυρώσεων, και σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης· Η Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων του Κοινοβουλίου εκπονεί επίσης έκθεση σχετικά με την εφαρμογή των ρητρών γέφυρας στις Συνθήκες της ΕΕ (δηλαδή ρήτρες που επιτρέπουν την τροποποίηση μιας νομοθετικής διαδικασίας χωρίς επίσημη τροποποίηση των Συνθηκών), προτείνοντας την ενεργοποίηση ρητρών γέφυρας σε ορισμένους τομείς πολιτικής προτεραιότητας, όπως η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας.

3. Οικονομική διακυβέρνηση και πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο (ΠΔΠ) (1.4.3)

Από το 2009, η κρίση δημόσιου χρέους έχει καταστήσει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και τις συνόδους κορυφής για το ευρώ τους κύριους παράγοντες αντιμετώπισης της παγκόσμιας τραπεζικής κρίσης. Αρκετά κράτη μέλη έχουν εισπράξει πακέτα χρηματοδοτικής βοήθειας μέσω ad hoc ή προσωρινών συμφωνιών, τα οποία ενέκριναν οι αρχηγοί κρατών ή κυβερνήσεων και τα οποία αργότερα επικυρώθηκαν στα κράτη μέλη. Από το 2012, η χρηματοδοτική βοήθεια διοχετεύεται μέσω του μόνιμου Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ). Οι κυβερνήσεις των κρατών μελών, με την ενεργό συμμετοχή της Επιτροπής, του Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κατάρτισαν μια διεθνή συνθήκη –τη Συνθήκη για τη Σταθερότητα, τον Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση (επίσης γνωστή ως «Δημοσιονομικό Σύμφωνο»)– που επιτρέπει τον αυστηρότερο έλεγχο των δημοσιονομικών και κοινωνικοοικονομικών πολιτικών των κρατών μελών. Αυτό εγείρει ολοένα περισσότερα ερωτήματα για τον ρόλο της Επιτροπής και του Κοινοβουλίου στην οικονομική διακυβέρνηση της ζώνης του ευρώ.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο διαδραματίζει επίσης σημαντικό ρόλο στο Ευρωπαϊκό Εξάμηνο. Κατά τις εαρινές του συνόδους, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφασίζει τον προσανατολισμό των πολιτικών που αφορούν την μακροοικονομία, τη φορολογία, τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τις πολιτικές για την ενίσχυση της ανάπτυξης. Στις συνόδους του Ιουνίου εγκρίνει τις συστάσεις που προκύπτουν από την αξιολόγηση των εθνικών προγραμμάτων μεταρρυθμίσεων, που καταρτίζονται από την Επιτροπή και συζητώνται στο πλαίσιο του Συμβουλίου.

Επίσης, συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου (ΠΔΠ), όπου διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην επίτευξη πολιτικών συμφωνιών επί κεντρικών πολιτικών ζητημάτων του κανονισμού του ΠΔΠ, όπως τα όρια των δαπανών, τα προγράμματα δαπανών και η χρηματοδότηση (πόροι χρηματοδότησης).

4. Αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις (4.2.6 και 4.2.7)

Κατόπιν αιτήματος ενός μέλους του Συμβουλίου, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφασίζει εάν πρέπει να καθιερωθεί ενισχυμένη συνεργασία σε τομέα που άπτεται του πεδίου αυτού (άρθρο 20 ΣΕΕ). Η Συνθήκη της Λισαβόνας εισήγαγε αρκετές νέες ρήτρες «γέφυρας» που επιτρέπουν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να αλλάξει τον κανόνα που αφορά τη λήψη των αποφάσεων του Συμβουλίου από ομοφωνία σε πλειοψηφία (1.2.4).

Επιτεύγματα

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καθόρισε ένα πενταετές στρατηγικό θεματολόγιο (2019-2024) όπου προσδιορίζονται οι τομείς προτεραιότητας στους οποίους θα πρέπει να εστιάσει μακροπρόθεσμα την προσοχή και τη δράση της η ΕΕ. Εκτός από το στρατηγικό θεματολόγιο, τα πιο βραχυπρόθεσμα προγράμματα εργασίας του, τα λεγόμενα θεματολόγια των ηγετών, καθορίζουν θέματα για τις προσεχείς συνόδους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και τις διεθνείς συνόδους κορυφής. Για παράδειγμα, το ενδεικτικό θεματολόγιο των ηγετών που δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 2023 καθορίζει τις ενδεικτικές προτεραιότητες για την περίοδο από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο του 2023, οι οποίες περιλαμβάνουν, ειδικότερα, τη συνέχιση της στήριξης της ΕΕ προς την Ουκρανία ως απάντηση στον επιθετικό πόλεμο της Ρωσίας, την οικονομία και την τόνωση της μακροπρόθεσμης ανταγωνιστικότητας της ΕΕ και της στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ, μεταξύ άλλων για την ασφάλεια και την ενέργεια.

Η έγκριση του στρατηγικού θεματολογίου 2024–2029 έχει προγραμματιστεί για τον Ιούνιο του 2024. Προκειμένου να ξεκινήσουν εκ των προτέρων συζητήσεις, ο Πρόεδρος κ. Michel απέστειλε επιστολή πριν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου 2023. Προτείνει τέσσερις βασικούς τομείς για την προσεχή ημερήσια διάταξη: θωράκιση της οικονομικής και κοινωνικής μας βάσης (πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, ανταγωνιστικότητα, καινοτομία, υγεία)· αντιμετώπιση της ενεργειακής πρόκλησης· ενίσχυση της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας της ΕΕA· και εμβάθυνση της συνεργασίας με τον υπόλοιπο κόσμο. Επιπλέον, πρότεινε να ενισχυθεί η συνολική προσέγγιση της ΕΕ για τη μετανάστευση.

A. Πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο

Προκειμένου να βοηθηθεί η ΕΕ να ανοικοδομήσει μετά την πανδημία και να στηρίξει τις επενδύσεις στην πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση, οι ηγέτες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου συμφώνησαν, κατά την έκτακτη σύνοδό τους στις 17-21 Ιουλίου 2020, μια ολοκληρωμένη δέσμη 1 824,3 δισ. EUR που συνδυάζει τόσο το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο (ΠΔΠ) όσο και μια εξαιρετική προσπάθεια ανάκαμψης στο πλαίσιο του μέσου Next Generation EU (NGEU).

Κατά τη σύνοδό του στις 1 Φεβρουαρίου 2024, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κατέληξε σε συμφωνία σχετικά με την αναθεώρηση του ΠΔΠ 2021–2027. Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο της ΕΕ ενέκρινε τρεις νομοθετικές πράξεις που αποσκοπούν στην ενίσχυση του μακροπρόθεσμου προϋπολογισμού και στην αντιμετώπιση των αναδυόμενων προκλήσεων. Η εγκριθείσα δέσμη περιλαμβάνει τροποποιήσεις του δημοσιονομικού πλαισίου και τη σύσταση της διευκόλυνσης για την Ουκρανία και της πλατφόρμας στρατηγικών τεχνολογιών για την Ευρώπη (STEP).

B. Εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας

Η εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας αποτελεί, από την αρχή της δεκαετίας του 1990, ένα προεξάρχον στοιχείο των συνόδων κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Οι αποφάσεις που έχει λάβει στον τομέα αυτόν αφορούν:

  • τη διεθνή ασφάλεια και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας·
  • την ευρωπαϊκή πολιτική γειτονίας και τις σχέσεις με τη Ρωσία·
  • τις σχέσεις με τις μεσογειακές χώρες και τις χώρες της Μέσης Ανατολής.

Στις 10 και 11 Δεκεμβρίου 1999 στο Ελσίνκι, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε να ενισχύσει την ΚΕΠΠΑ, αναπτύσσοντας τα στρατιωτικά και μη στρατιωτικά μέσα διαχείρισης κρίσεων.

Στη σύνοδό του στις 22 και 23 Ιουνίου 2017, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφώνησε ότι είναι αναγκαίο να δρομολογηθεί μόνιμη διαρθρωμένη συνεργασία (PESCO) για την ενίσχυση της ασφάλειας και της άμυνας της Ευρώπης. Η PESCO θεσμοθετήθηκε με την απόφαση του Συμβουλίου της 11ης Δεκεμβρίου 2017. Στην PESCO συμμετέχουν όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, εκτός από τη Δανία και την Μάλτα. Συνολικά, έχουν ήδη τεθεί σε εφαρμογή 46 έργα στο πλαίσιο της PESCO.

Κατά την προαναφερθείσα έκτακτη σύνοδό του στις 17 έως 21 Ιουλίου 2020, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφώνησε ότι θα θεσπιστεί Ευρωπαϊκός Μηχανισμός για την Ειρήνη ως μέσο εκτός προϋπολογισμού για τη χρηματοδότηση δράσεων στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας. Το ανώτατο χρηματοδοτικό όριο για τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό για την Ειρήνη για την περίοδο 2021-2027 ορίστηκε στα 5 δισ. EUR και θα χρηματοδοτηθεί ως κονδύλιο εκτός προϋπολογισμού και εκτός του ΠΔΠ, μέσω συνεισφορών των κρατών μελών βάσει κλείδας κατανομής με βάση το ακαθάριστο εθνικό εισόδημα (ΑΕΕ).

Κατά την έκτακτη σύνοδό του στις 30 και 31 Μαΐου 2022, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καταδίκασε τον επιθετικό πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας και συμφώνησε επί της έκτης δέσμης κυρώσεων, η οποία καλύπτει το αργό πετρέλαιο και τα προϊόντα πετρελαίου που παραδίδονται από τη Ρωσία στα κράτη μέλη. Εισήχθη προσωρινή εξαίρεση για το αργό πετρέλαιο που παραδίδεται μέσω πετρελαιαγωγού. Οι ηγέτες παρότρυναν το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να οριστικοποιήσει και να εγκρίνει τις νέες κυρώσεις χωρίς καθυστέρηση.

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 23ης Μαρτίου 2023, η «Ευρωπαϊκή Ένωση τάσσεται πλήρως και αταλάντευτα στο πλευρό της Ουκρανίας και θα συνεχίσει να παρέχει ισχυρή πολιτική, οικονομική, στρατιωτική, χρηματοδοτική και ανθρωπιστική στήριξη στην Ουκρανία και τον λαό της για όσο χρειαστεί.»

C. Διεύρυνση (5.5.1)

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έθεσε τις προϋποθέσεις για κάθε γύρο διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην Κοπεγχάγη, το 1993, έθεσε τις βάσεις για ένα νέο κύμα προσχωρήσεων (τα κριτήρια της Κοπεγχάγης). Στις συνεδριάσεις των επόμενων ετών διευκρινίστηκαν περαιτέρω τα κριτήρια ένταξης και οι απαιτούμενες προκαταρκτικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κοπεγχάγης (12 και 13 Δεκεμβρίου 2002) αποφάσισε την ένταξη της Κύπρου, της Τσεχίας, της Εσθονίας, της Ουγγαρίας, της Λετονίας, της Λιθουανίας, της Μάλτας, της Πολωνίας, της Σλοβακίας και της Σλοβενίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαΐου 2004. Η Ρουμανία και η Βουλγαρία εντάχθηκαν στην Ένωση την 1η Ιανουαρίου 2007.

Στις 3 Οκτωβρίου 2005, στο Λουξεμβούργο, το Συμβούλιο ενέκρινε ένα πλαίσιο διαπραγματεύσεων με την Κροατία και την Τουρκία για την ένταξή τους στην ΕΕ. Η συνθήκη για την προσχώρηση της Κροατίας υπογράφηκε στις 9 Δεκεμβρίου 2011 και η Κροατία προσχώρησε την 1η Ιουλίου 2013.

Στις 14 Δεκεμβρίου 2021, το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων εξέδωσε τα συμπεράσματά του σχετικά με τη διεύρυνση και τη διαδικασία σταθεροποίησης και σύνδεσης για το Μαυροβούνιο, τη Σερβία, την Τουρκία, τη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας, την Αλβανία, τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη και το Κόσοβο, όπου έγινε απολογισμός της προόδου που έχει σημειωθεί σε καθεμία από τις εν λόγω υποψήφιες και δυνάμει υποψήφιες χώρες.

Στις 23 Ιουνίου 2022, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο χορήγησε στην Ουκρανία καθεστώς υποψήφιας χώρας, μετά την αίτηση προσχώρησής της στις 28 Φεβρουαρίου 2022, και κάλεσε την Επιτροπή να υποβάλει έκθεση στο Συμβούλιο σχετικά με την εκπλήρωση των όρων που καθορίζονται στη γνώμη της Επιτροπής σχετικά με την αίτηση προσχώρησης. Το Συμβούλιο θα αποφασίσει τη λήψη περαιτέρω μέτρων μόλις εκπληρωθούν πλήρως όλες αυτές οι προϋποθέσεις.

Στα συμπεράσματα της έκτακτης συνόδου του της 9ης Φεβρουαρίου 2023, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο «αναγνώρισε τις σημαντικές προσπάθειες που έχει καταβάλει η Ουκρανία τους τελευταίους μήνες για την επίτευξη των στόχων στους οποίους εδράζεται το καθεστώς της ως υποψήφιας για ένταξη στην ΕΕ χώρας. Εξέφρασε την ικανοποίησή του για τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες της Ουκρανίας σε αυτούς τους χαλεπούς καιρούς και την ενθάρρυνε να συνεχίσει την πορεία αυτή και να εκπληρώσει τις προϋποθέσεις που περιλαμβάνονται στη γνώμη της Επιτροπής σχετικά με την αίτηση προσχώρησής της, προκειμένου να προχωρήσει προς τη μελλοντική ένταξή της στην ΕΕ.»

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 14ης και 15ης Δεκεμβρίου 2023 αποφάσισε να αρχίσει ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Ουκρανία και τη Δημοκρατία της Μολδαβίας και να χορηγήσει καθεστώς υποψήφιας χώρας στη Γεωργία «υπό την προϋπόθεση ότι θα ληφθούν τα σχετικά μέτρα που ορίζονται στη σύσταση της Επιτροπής της 8ης Νοεμβρίου 2023».

D. Η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση

Στις 23 Μαρτίου 2018, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (άρθρο 50), που συνήλθε σε σύνθεση ΕΕ-27, ενέκρινε τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με το πλαίσιο για μια μελλοντική σχέση με το Ηνωμένο Βασίλειο μετά το Brexit. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές, η ΕΕ ήθελε να έχει τη στενότερη δυνατή εταιρική σχέση με το Ηνωμένο Βασίλειο, η οποία θα κάλυπτε, μεταξύ άλλων, το εμπόριο και την οικονομική συνεργασία, όπως και την ασφάλεια και την άμυνα.

Στις 17 Οκτωβρίου 2019, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, σε σύνθεση ΕΕ-27, επικύρωσε την αναθεωρημένη συμφωνία αποχώρησης και ενέκρινε την αναθεωρημένη πολιτική διακήρυξη που συμφωνήθηκε την ίδια ημέρα σε επίπεδο διαπραγματευτών ΕΕ και Ηνωμένου Βασιλείου. Σκοπός της συμφωνίας ήταν να επιτραπεί η εύτακτη αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Στις 29 Οκτωβρίου 2019, κατόπιν αιτήματος του Ηνωμένου Βασιλείου, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εξέδωσε απόφαση για την παράταση της περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 50 παράγραφος 3 ΣΕΕ έως την 31η Ιανουαρίου 2020, ώστε να δοθεί περισσότερος χρόνος για την επικύρωση της συμφωνίας αποχώρησης. Η συμφωνία αποχώρησης τέθηκε σε ισχύ την 31η Ιανουαρίου 2020. Η συμφωνία αυτή σηματοδότησε το τέλος της περιόδου που προβλέπεται στο άρθρο 50 ΣΕΕ και την έναρξη της μεταβατικής περιόδου που διήρκεσε έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020. Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι πλέον κράτος μέλος της ΕΕ, αλλά τρίτη χώρα.

E. Θεσμικές μεταρρυθμίσεις

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε (15 και 16 Οκτωβρίου 1999) καθόρισε τη διαδικασία εκπόνησης του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (4.1.2). Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι (Δεκέμβριος 1999) συγκάλεσε τη Διακυβερνητική Διάσκεψη η οποία προετοίμασε τη Συνθήκη της Νίκαιας.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λάκεν (14 και 15 Δεκεμβρίου 2001) αποφάσισε τη σύγκληση μιας Συνέλευσης για το Μέλλον της Ευρώπης, η οποία συνέταξε την ανεπιτυχή Συνταγματική Συνθήκη (1.1.4). Ύστερα από δυόμισι χρόνια θεσμικού αδιεξόδου, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που συνήλθε στις 21 και 22 Ιουνίου 2007 ενέκρινε λεπτομερή εντολή για τη Διακυβερνητική Διάσκεψη που οδήγησε στην υπογραφή της Συνθήκης της Λισαβόνας, στις 13 Δεκεμβρίου 2007, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 2009 (1.1.5). Στις 25 Μαρτίου 2011, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε την απόφαση για την τροποποίηση του άρθρου 136, η οποία έδινε τη δυνατότητα για τη σύσταση του ΕΜΣ το 2012.

Στις 28 Ιουνίου 2018, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εξέδωσε μια απόφαση για τη σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που έδωσε τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να θεσπίσουν τα αναγκαία εθνικά μέτρα για τη διοργάνωση των εκλογών για την κοινοβουλευτική περίοδο 2019-2024 [1].

Οι πρόσφατες κρίσεις, και ιδίως η πανδημία COVID-19 και ο πόλεμος στην Ουκρανία, ανέδειξαν την ανάγκη για θεσμικές μεταρρυθμίσεις προκειμένου να ενισχυθεί η ικανότητα της ΕΕ να αντιδρά σε επείγουσες καταστάσεις με έγκαιρο και αποτελεσματικό τρόπο.

Στο ψήφισμά του σχετικά με τη συνέχεια στη Διάσκεψη για το μέλλον της Ευρώπης που εγκρίθηκε στις 4 Μαΐου 2022, το Κοινοβούλιο εξέφρασε την ικανοποίησή του για τα συμπεράσματα και τις συστάσεις της Διάσκεψης, αναγνώρισε την ανάγκη αλλαγής των Συνθηκών και ζήτησε από την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων να εκπονήσει προτάσεις για τη μεταρρύθμιση των Συνθηκών της ΕΕ μέσω σύμβασης σύμφωνα με το άρθρο 48 ΣΕΕ. Στις 9 Ιουνίου 2022, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε ψήφισμα σχετικά με το αίτημα για σύγκληση συνέλευσης για την αναθεώρηση των Συνθηκών. Μια βασική πρόταση είναι η μεταρρύθμιση των διαδικασιών ψηφοφορίας και η δυνατότητα λήψης αποφάσεων στο Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία αντί ομοφωνίας σε σχετικούς τομείς, όπως η έγκριση κυρώσεων και των λεγόμενων ρητρών γέφυρας, καθώς και σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Στις 11 Ιουλίου 2023, το Κοινοβούλιο ενέκρινε ψήφισμα σχετικά με την εφαρμογή των ρητρών «γέφυρας» στις Συνθήκες της ΕΕ. Στις 22 Νοεμβρίου 2023, ενέκρινε ψήφισμα σχετικά με τις προτάσεις, καλώντας το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να συγκαλέσει Συνέλευση για την αναθεώρηση των Συνθηκών με σκοπό τον εκσυγχρονισμό των νομοθετικών διαδικασιών.

 

Eeva Pavy / Pablo Abril Marti