Ποιες είναι οι νομοθετικές διαδικασίες και οι εξουσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου;
Οι μεταγενέστερες τροποποιήσεις των Συνθηκών της ΕΕ, ιδίως μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας του 2009, αναθέτουν πλέον στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σημαντικές νομοθετικές, δημοσιονομικές και ελεγκτικές αρμοδιότητες.
Το Κοινοβούλιο είναι συννομοθέτης. Με ενωσιακούς όρους, τούτο σημαίνει ότι έχει την εξουσία να εγκρίνει και να τροποποιεί νομοθεσία και, ταυτόχρονα, να αποφασίζει σχετικά με τον ετήσιο προϋπολογισμό της ΕΕ σε ισότιμη βάση με το Συμβούλιο (κράτη μέλη). Καλεί την Επιτροπή καθώς και άλλα θεσμικά όργανα και οργανισμούς της ΕΕ να λογοδοτήσουν.
Νομοθετικές αρμοδιότητες
Η συντριπτική πλειονότητα του ενωσιακού δικαίου διέρχεται από τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (η οποία συχνά αναφέρεται ως «συναπόφαση», όπως ήταν γνωστή στο παρελθόν). Είναι η πάγια νομοθετική διαδικασία λήψης αποφάσεων της ΕΕ, η οποία αποδίδει ίση βαρύτητα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (κράτη μέλη). Εφαρμόζεται δε σε ένα ευρύ φάσμα τομέων, όπως είναι η μετανάστευση, η ενέργεια, οι μεταφορές, η κλιματική αλλαγή, το περιβάλλον, η προστασία των καταναλωτών και η οικονομική διακυβέρνηση.
Η «έγκριση» είναι άλλη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας απαιτείται η έγκριση ή η σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ισχύει για θέματα όπως η προσχώρηση νέων κρατών μελών της ΕΕ, καθώς και για τις διεθνείς εμπορικές συμφωνίες της ΕΕ. Η τελική απόφαση σχετικά με την έγκριση ή μη ενός νέου Σώματος των Επιτρόπων λαμβάνεται με διαδικασία έγκρισης.
Η «διαβούλευση» χρησιμοποιείται σε τομείς πολιτικής όπως η φορολογία, η νομοθεσία περί ανταγωνισμού και η κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας. Παρέχει στο Κοινοβούλιο τη δυνατότητα να εγκρίνει ή να απορρίπτει νομοθετική πρόταση, καθώς και να προτείνει τροπολογίες. Μολονότι η θέση του Κοινοβουλίου δεν είναι δεσμευτική για το Συμβούλιο, το Συμβούλιο υποχρεούται να διαβουλευθεί με το Κοινοβούλιο και να αναμείνει τη θέση του Κοινοβουλίου προτού λάβει απόφαση. Αν το Συμβούλιο δεν προβεί σε διαβούλευση, η πράξη καθίσταται μη σύννομη και εκτίθεται σε ενδεχόμενη ακύρωση από το Δικαστήριο. Επιπλέον, όταν το Συμβούλιο τροποποιεί ουσιωδώς μια πρόταση, πρέπει να ζητήσει εκ νέου τη γνώμη του Κοινοβουλίου.
Τι είναι η νομοθετική πρωτοβουλία; Ποιος ξεκινά τη διαδικασία για τη θέσπιση νομοθεσίας της ΕΕ;
Αν και εναπόκειται στην Επιτροπή να προτείνει νέους νόμους της ΕΕ, το Κοινοβούλιο μπορεί να αναλάβει πρωτοβουλία και να ζητήσει από την Επιτροπή να υποβάλει νομοθετική πρόταση. Όταν κάνουν χρήση της δυνατότητας «νομοθετικής πρωτοβουλίας», οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μπορούν να ορίσουν προθεσμία για την υποβολή πρότασης. Εάν η Επιτροπή αρνηθεί να υποβάλει πρόταση, πρέπει να εξηγήσει τους λόγους της άρνησής της.
Κατ’ εξουσιοδότηση / εκτελεστικές πράξεις
Κατά την έγκριση ενός νέου νόμου, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορούν να υποδείξουν στην Επιτροπή να προβεί σε ελάσσονες προσθήκες ή τροποποιήσεις, όπως τεχνικά παραρτήματα ή επικαιροποιήσεις, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων (πράξεων που συμπληρώνουν ή τροποποιούν τμήματα του νομοθετήματος) ή μέσω εκτελεστικών πράξεων (πράξεων που παρέχουν λεπτομέρειες σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής του νομοθετήματος). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η νομοθεσία μπορεί να παραμείνει απλή και επικαιροποιημένη χωρίς να είναι απαραίτητο να ξεκινήσουν νέες διαπραγματεύσεις.
Ανάλογα με το είδος της πράξης που εκδίδει η Επιτροπή, οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έχουν στη διάθεσή τους διάφορες επιλογές εάν διαφωνούν με τα προτεινόμενα μέτρα. Οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έχουν δικαίωμα αρνησικυρίας για κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις. Για εκτελεστικές πράξεις, οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μπορούν να ζητήσουν από την Επιτροπή να τις τροποποιήσει ή να τις αποσύρει, εν τούτοις η Επιτροπή δεν έχει νομική υποχρέωση να συμμορφωθεί.