Ποιες γλώσσες χρησιμοποιούνται στο Κοινοβούλιο;
Υπάρχουν είκοσι τέσσερις επίσημες γλώσσες της ΕΕ. Η υποστήριξη της επικοινωνίας σε τόσες πολλές γλώσσες συνεπάγεται ότι οι πολίτες μπορούν να έχουν πρόσβαση και να κατανοούν καλύτερα την ενωσιακή νομοθεσία που τους επηρεάζει. Οι πολίτες μπορούν να επικοινωνούν με τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, για παράδειγμα, υποβάλλοντας αναφορές ή ζητώντας πληροφορίες σε οποιαδήποτε από τις επίσημες γλώσσες, και μπορούν να παρακολουθούν τις συζητήσεις στο Κοινοβούλιο μέσω ζωντανής μετάδοσης στο διαδίκτυο.
Ωστόσο, εξίσου σημαντικό είναι να μπορούν οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να μιλούν, να ακούν, να διαβάζουν και να γράφουν στη γλώσσα τους και, στην πράξη, σε οποιαδήποτε άλλη επίσημη γλώσσα της ΕΕ. Τούτο ανάγεται στη θεμελιώδη δημοκρατική αρχή, σύμφωνα με την οποία κάθε πολίτης της ΕΕ μπορεί να εκλέγεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ακόμη και αν δεν μιλά καμία ξένη γλώσσα. Οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εκλέγονται για να εκπροσωπούν τα συμφέροντα των πολιτών που τους ψηφίζουν και όχι ανάλογα με τις ξένες γλώσσες που ξέρουν.
Επιπλέον, προκειμένου να διασφαλιστούν ίδιες συνθήκες εργασίας για όλους τους βουλευτές, πρέπει αυτοί να έχουν πλήρη πρόσβαση σε πληροφορίες στις αντίστοιχες γλώσσες τους. Για τις ομιλίες των βουλευτών σε μία από τις επίσημες γλώσσες διατίθεται ταυτόχρονη διερμηνεία στις άλλες επίσημες γλώσσες ενώ τα επίσημα κείμενα μεταφράζονται και στις 24 γλώσσες. Προκειμένου η νομοθεσία της ΕΕ να εφαρμόζεται άμεσα ή να μεταφέρεται στα εθνικά δίκαια, πρέπει πρώτα να μεταφράζεται στην επίσημη γλώσσα κάθε κράτους μέλους της ΕΕ. Οι πολίτες μπορούν να ζητούν και να λαμβάνουν πληροφορίες σε οποιαδήποτε από τις επίσημες γλώσσες.
Η προσχώρηση της Κροατίας την 1η Ιουλίου 2013 είχε ως αποτέλεσμα να ανέλθει ο συνολικός αριθμός των επίσημων γλωσσών σε 24: βουλγαρικά, τσεχικά, κροατικά, δανικά, ολλανδικά, αγγλικά, εσθονικά, φινλανδικά, γαλλικά, γερμανικά, ελληνικά, ουγγρικά, ιταλικά, ιρλανδικά, λετονικά, λιθουανικά, μαλτέζικα, πολωνικά, πορτογαλικά, ρουμανικά, σλοβακικά, σλοβενικά, ισπανικά και σουηδικά.
Η εργασία του διερμηνέα ή του μεταφραστή
Κατά κανόνα, ο κάθε διερμηνέας και μεταφραστής εργάζεται προς τη μητρική του γλώσσα. Με 24 επίσημες γλώσσες, οι δυνατοί γλωσσικοί συνδυασμοί ανέρχονται σε 552. Για να ανταποκριθεί σε αυτήν την πρόκληση, το Κοινοβούλιο χρησιμοποιεί ορισμένες φορές το λεγόμενο σύστημα «ενδιάμεσης γλώσσας»: η προφορική παρέμβαση ή το γραπτό κείμενο υφίστανται πρώτα διερμηνεία ή μετάφραση σε μία από τις ευρύτερα χρησιμοποιούμενες γλώσσες (αγγλική, γαλλική ή γερμανική) και στη συνέχεια στις υπόλοιπες.
Η διερμηνεία και η μετάφραση είναι διαφορετικά επαγγέλματα
Οι διερμηνείς αποδίδουν τον προφορικό λόγο από μία γλώσσα σε μία άλλη σε πραγματικό χρόνο στις συνεδριάσεις· οι μεταφραστές εργάζονται με γραπτά κείμενα και παράγουν μια απόλυτα ακριβή εκδοχή του εγγράφου στη γλώσσα στόχο. Οι διερμηνείς του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εκπαιδεύονται για να μεταδίδουν αυτά που λένε οι βουλευτές μένοντας πιστοί στο νόημα. Επιπλέον και δεδομένου του εξειδικευμένου χαρακτήρα των κοινοβουλευτικών συζητήσεων, οι διερμηνείς έχουν την υποστήριξη της διοίκησης όταν προετοιμάζονται για τις συγκεκριμένες συνεδριάσεις που τους ανατίθενται και για να είναι σε θέση να παρακολουθούν τις εξελίξεις στις γλώσσες στις οποίες εργάζονται. Ως ειδικευμένοι επαγγελματίες του γλωσσικού κλάδου, παρέχουν υπηρεσίες υψηλής ποιότητας σε όλους τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Οι μεταφραστές ασχολούνται επίσης με άλλα καθήκοντα γλωσσικής διαμεσολάβησης, όπως είναι η προσαρμογή των κειμένων για podcast, ο υποτιτλισμός και οι ηχογραφήσεις σε 24 γλώσσες.