Έλεγχος της εντολής των νέων βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου 

Οι νεοεκλεγέντες βουλευτές υποβάλλονται σε έλεγχο προκειμένου να εξακριβωθεί ότι δεν κατέχουν αξίωμα ασυμβίβαστο με την ιδιότητα του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Παραδείγματα περιλαμβάνουν την ιδιότητα υπουργού κυβέρνησης ή βουλευτή κράτους μέλους της ΕΕ, η κατοχή θέσης στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο ή στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν μπορούν να γίνουν ούτε οι εν ενεργεία αξιωματούχοι των θεσμικών οργάνων ή οργανισμών της ΕΕ που έχουν συσταθεί δυνάμει των Συνθηκών της ΕΕ για τη διαχείριση κοινοτικών πόρων.

Όταν ανακοινωθούν τα επίσημα αποτελέσματα των εκλογών, τα κράτη μέλη κοινοποιούν τα ονόματα όσων έλαβαν έδρα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και, εν συνεχεία, ο Πρόεδρος ζητεί από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για την αποφυγή ζητημάτων που συνδέονται με το ασυμβίβαστο των αξιωμάτων. Οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου πρέπει να παράσχουν έγγραφη βεβαίωση και να υποβάλουν δήλωση το αργότερο έξι ημέρες πριν από τη συνεδρίαση για τη συγκρότηση του Κοινοβουλίου σε Σώμα.

Η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων του Κοινοβουλίου ελέγχει εκ των υστέρων την εντολή των νέων βουλευτών, αποφασίζοντας βάσει των πληροφοριών που παρέχουν τα κράτη μέλη. Ο Πρόεδρος λαμβάνει γνώση της απόφασης και ενημερώνει την Ολομέλεια κατά την επόμενη συνεδρίασή. Εκτός από τον έλεγχο των εντολών, το Κοινοβούλιο αποφασίζει επίσης για τυχόν διαφορές δυνάμει της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 περί της εκλογής των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με άμεση και καθολική ψηφοφορία, με εξαίρεση τις διαφορές που βασίζονται στους εθνικούς εκλογικούς νόμους.

Σε περιπτώσεις που διαπιστωθεί ότι βουλευτής κατέχει ασυμβίβαστο αξίωμα, το Κοινοβούλιο «διαπιστώνει τη χηρεία της έδρας».